Για «μεδουσο-αρμαγεδώνα» κάνουν λόγο οι επιστήμονες! Πώς αντιμετωπίζονται τα τσιμπήματα
Είναι πλέον τόσο μεγάλο το πρόβλημα των μεδουσών και των συγγενικών ειδών τους στις θάλασσες του πλανήτη και ιδίως κοντά στις κατοικημένες παράκτιες περιοχές που οι ειδικοί κάνουν λόγο για ένα πραγματικό... μεδουσο-αρμαγεδώνα!
Ο Κορινθιακός και ο Πατραϊκός κόλπος δεν αποτελούν εξαίρεση και έτυχε φέτος αυτοί να έχουν μέχρι στιγμής υποστεί το κύριο βάρος της επιδρομής στη χώρα μας.
Μια νέα σλοβενική επιστημονική έρευνα που εστίασε στην Αδριατική, όπου το πρόβλημα είναι συχνό, δίνει μια άλλη διάσταση, υποστηρίζοντας ότι οι τσούχτρες (η λαϊκή ονομασία για ένα κοινό είδος μέδουσας) και τα άλλα συγγενικά ζελατινώδη θαλάσσια πλάσματα μπορεί να έχουν γίνει μεγάλος μπελάς εξαιτίας των ίδιων των ανθρώπων και των δραστηριοτήτων τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μάρτιν Βοντόπιβετς του σλοβενικού Εθνικού Ινστιτούτου Βιολογίας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό περιβαλλοντικών ερευνών Environment Research Letters, σύμφωνα με το New Scientist και το ΑΠΕ-ΜΠΕ, εκτιμούν ότι οι διάφορες εγκαταστάσεις μέσα στη θάλασσα, όπως οι πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι πλωτές ανεμογεννήτριες κ.ά., μπορεί να βοηθούν στις μεδουσο-επιδρομές.
Οι μέδουσες αποτελούν σημαντικό στοιχείο του θαλάσσιου οικοσυστήματος, αλλά μετατρέπονται σε πρόβλημα όταν συναθροίζονται σε μεγάλους αριθμούς, καθιστώντας απαγορευτικό το κολύμπι, μπλοκάροντας τα δίχτυα των ψαράδων, ακόμη και τους αγωγούς των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, βιολογικού καθαρισμού ή αφαλάτωσης που καταλήγουν στη θάλασσα. Επιπλέον, καταβροχθίζοντας μαζικά τα νεογέννητα ψαράκια και το πλαγκτόν αλλοιώνουν τη θαλάσσια τροφική αλυσίδα.
Πολλές μέδουσες ξεκινούν τη ζωή τους ως «πολύποδες» που πρέπει να προσκολληθούν σε κάποια επιφάνεια, ιδίως σε κάποια που προεξέχει. Στη φύση σπάνια υπάρχουν τέτοιες επιφάνειες, αλλά οι άνθρωποι κατασκευάζουν ουκ ολίγες μέσα στη θάλασσα, διευκολύνοντας έτσι τις μέδουσες να πολλαπλασιαστούν.
Είναι ενδεικτικό ότι στην Αδριατική οι πρώτες μέδουσες παρατηρήθηκαν το 1834, αλλά έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα ήταν σπάνιο φαινόμενο. Στις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970 εμφανίζονταν μόνο μία ή δύο φορές ανά δεκαετία, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 έκαναν πια αισθητή την παρουσία τους περίπου στα οκτώ χρόνια κάθε δεκαετίας, ενώ από το 2000 έως σήμερα είναι πανταχού παρούσες κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η απότομη αύξηση στη συχνότητα των μεδουσών συνέπεσε με τον πολλαπλασιασμό στις υπεράκτιες πλατφόρμες άντλησης φυσικού αερίου στην Αδριατική, από μόνο μία το 1968 σε περίπου 140 σήμερα. Χρησιμοποιώντας υπολογιστικές προσομοιώσεις, οι ερευνητές συμπέραναν ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στις μέδουσες και στις ανθρωπογενείς κατασκευές, καθώς οι τελευταίες βοηθάνε τις πρώτες να επιβιώνουν ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο περιβάλλον τους, όπως η θαλάσσια ρύπανση.
Όσο πιο κοντά στα θαλάσσια ρεύματα βρίσκεται μια ανθρώπινη υπεράκτια κατασκευή, τόσο περισσότερο διευκολύνει τις μέδουσες να αναπτυχθούν. Σημειωτέον ότι, εκμεταλλευόμενες ένα ισχυρό ρεύμα, οι μέδουσες μπορούν να ταξιδέψουν έως 1.000 χιλιόμετρα.
Άλλοι παράγοντες, σύμφωνα με τους επιστήμονες, που ευνοούν την εξάπλωση των μεδουσών είναι η υπεραλίευση των θαλάσσιων ειδών που τρώνε τις μέδουσες, η αυξημένη απορροή στις θάλασσες θρεπτικών χημικών ουσιών κ.ά.
Πάντως, για να μετριαστεί κάπως ο εκνευρισμός των καταστηματαρχών, ξενοδόχων και λουομένων στον Κορινθιακό και στον Πατραϊκό κόλπο, ας λάβουν υπόψη τους ότι οι μέδουσες που αντιμετωπίζουν δεν είναι τίποτε μπροστά στις μέδουσες-τέρατα (Nemopilema nomurai) πλάτους δύο μέτρων και βάρους 200 κιλών που έχουν κατακλύσει τις θάλασσες της νότιας και ανατολικής Κίνας και τη θάλασσα της Ιαπωνίας. Στην τελευταία, κυκλοφορούν κάθε μέρα τουλάχιστον μισό δισεκατομμύριο από αυτές τις θηριώδεις μέδουσες!
Πώς αντιμετωπίζεται το τσίμπημα της μέδουσας
Το τσίμπημα της μέδουσας είναι ένας από τους συνηθέστερους καλοκαιρινούς κινδύνους που απειλούν να χαλάσουν το μπάνιο μας ή τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
Το τσίμπημα σπανίως είναι επικίνδυνο και συνοδεύεται από πόνο, αίσθημα καψίματος, κόκκινα εξανθήματα στο δέρμα, πρήξιμο, φαγούρα ή και μούδιασμα.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Μεγάλης Βρετανίας (NHS), γιατροσόφια όπως το ξύδι ή η μαγειρική σόδα δεν βοηθούν να αντιμετωπιστεί ο πόνος και μάλιστα μπορεί να επιδεινώσουν την κατάσταση. Αντιθέτως, βοηθητικός θεωρείται ο αφρός ξυρίσματος, αφού προλαμβάνει την εξάπλωση των τοξινών που απελευθερώνει η τσούχτρα.
Επίσης, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη στο περιοδικό Toxins, ένας απλός τρόπος να εξουδετερωθεί το δηλητήριο της μέδουσας είναι η εμβύθιση του πάσχοντος μέρους του σώματος σε ζεστό νερό. Οι ερευνητές πραγματοποίησαν επισκόπηση (μετα-ανάλυση) σε περισσότερα από 2.000 άρθρα σχετικά με το τσίμπημα της μέδουσας και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η θερμότητα είναι ο πλέον αποτελεσματικός παράγοντας για να αντιμετωπιστεί ο πόνος, η φλεγμονή, η βλάβη των ιστών και τα άλλα συναφή συμπτώματα του τσιμπήματος. Ο λόγος είναι ότι το δηλητήριο της μέδουσας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στη θερμότητα, οπότε το ζεστό νερό το «απενεργοποιεί», δηλώνει η Κρίστι Γουίλκοξ από το Πανεπιστήμιο της Χαβάης και μία εκ των συντακτών της μελέτης. Εάν το τσίμπημα βρίσκεται στο χέρι ή το πόδι, τότε το πάσχων άκρο πρέπει να εμβυθιστεί σε καθαρό ζεστό νερό (καλό είναι η θερμοκρασία του νερού να είναι αρκετά υψηλή, στο επίπεδο που μπορεί να γίνει ανεκτή) το συντομότερο δυνατό για τουλάχιστον 20 λεπτά. Ένα ζεστό μπάνιο/ντους είναι κατάλληλο στην περίπτωση που το τσίμπημα βρίσκεται στο στήθος, την πλάτη ή κάποιο άλλο μέρος του σώματος που είναι αδύνατο να εμβυθιστεί μεμονωμένα στο νερό.
Δείτε κι αυτό:
Τα ούρα ως αντίδοτο στο τσίμπημα της τσούχτρας: Μύθος ή αλήθεια