Rene Laennec: Η Google τιμά τον γιατρό-εφευρέτη του στηθοσκοπίου (pics+vid)
Ο Ρενέ Λαεννέκ - Rene Laennec ήταν Γάλλος γιατρός, γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1781 και πέθανε στις 13 Αυγούστου του 1826. Εκτός, όμως, από την ιατρική του ιδιότητα, ο Λαεννέκ ήταν και εφευρέτης. Σε αυτόν οφείλουμε σήμερα το... στηθοσκόπιο! Σήμερα, λοιπόν, η ομάδα της Google τιμά σήμερα με Doodle τα 235α γενέθλιά του!
Μέχρι το 19ο αι., η ακρόαση της καρδιάς και των πνευμόνων γινόταν με το αυτί του γιατρού τοποθετημένο πάνω στο θώρακα του ασθενούς.
Πώς λειτουργούσε το πρωτοποριακό στηθοσκόπιο του Rene Laennec
Ο Ρενέ Λαεννέκ (Rene-Theophile-Hyacinthe Laennec - 1781-1826) σκέφθηκε να παρεμβάλει μεταξύ του αυτιού και του ασθενούς φύλλα χαρτιού τυλιγμένα σε ρολό.
Εντυπωσιασμένος από το αποτέλεσμα, κατασκεύασε το 1816 το πρώτο μονό (ακρόαση μόνο από το ένα αυτί) στηθοσκόπιο, το οποίο καθιστούσε τους ήχους διαυγέστερους ενώ ταυτόχρονα μείωνε την αμηχανία γιατρού και ασθενούς. Αργότερα, το 1850, κατασκευάστηκε το διπλό στηθοσκόπιο που αποτελεί έκτοτε απαραίτητο εξεταστικό εργαλείο κάθε γιατρού.
Περισσότερα στοιχεία για τον Rene Laennec
Ο Ρενέ Λαεννέκ (Rene Laennec) γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Γαλλίας και στην ηλικία των 12 ετών βρέθηκε στη Ναντ μαζί με τον θείο του, Guillaime-François Laennec, ο οποίος εργαζόταν στο φαρμακευτικό τμήμα ενός πανεπιστημίου.
Από μικρή ηλικία είχε δεξιότητες και μιλούσε, εκτός από γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά. Πριν επιστρέψει στις σπουδές του, το 1799, ασχολήθηκε με την ποίηση και το χορό, ενώ μελέτησε και αρχαία ελληνικά.
Σπούδασε ιατρική σε πανεπιστήμιο του Παρισιού, δίπλα σε γνωστούς γιατρούς της εποχής του. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δύο χρόνια για να μπει η εφεύρεση στην ιατρική επιθεώρηση New England Journal of Medicine.
Ο ορισμός του γιατρού κατά τον Rene Laennec
Για τον Λαεννέκ (Laennec), ο γιατρός δεν μπορεί να είναι απλός θεατής των συμπτωμάτων. Πρέπει να τα αναζητεί και να επινοεί μεθόδους για την ανακάλυψή τους, καθήκον δηλαδή πρωτάκουστο για τον γιατρό μιας εποχής που άφησε περιφρονητικά στον κουρέα κάθε χειρουργικό έργο.
Το πρώτο βήμα είχε γίνει βέβαια πριν μερικές δεκαετίες από τον Βιεννέζο Αουενμπρύγκερ (Josef Leopold von Auenbrügger) που είχε εισαγάγει το 1761 την επίκρουση του θώρακος. Στις αρχές όμως του 19ου αιώνα η μέθοδος ήταν λησμονημένη. Μήπως και ο ζυγός δεν ήταν τόσο αρχαία ανακάλυψη όσο ο κόσμος και το θερμόμετρο και το μικροσκόπιο γνωστά από τον 17ο αιώνα;
Για την ιατρική του «αιώνα της προόδου» ήταν σαν άγνωστα. Μια ιατρική που δε ζύγιζε, δεν υπολόγιζε, δε μετρούσε ούτε σφυγμούς ούτε αναπνοές, δε διέθετε καμιά μέθοδο έρευνας και περιοριζόταν στην πρωτόγονη μελέτη των βλαβών που αποκάλυπτε η νεκροτομία και των εξωτερικών εκδηλώσεων της νόσου, δεν ήταν ακόμα η ιατρική που ξέρουμε σήμερα.
Όταν ο Λαεννέκ έφτασε στο Παρίσι, γιατρός του συρμού ήταν ο καθηγητής Πινέλ. Αυτός δίδασκε στη Σαλπετριέρη μια «φιλοσοφική νοσογραφία» και ταξινομούσε τις νόσους κατά τρόπο παιδαριώδη. Στη σχολή του Πινέλ αντιτασσόταν η σχολή του Κορβιζάρ, ευφυούς ανθρώπου που πίστευε ότι η ιατρική πρέπει να βγάζει τις παρατηρήσεις της από την πραγματικότητα, συνεπώς και τους νόμους της. Ο Κορβιζάρ δίδασκε ότι είναι προτιμότερο να εμπιστεύεσαι στα δεδομένα της νεκροτομίας παρά σε υποθέσεις, προκειμένου να ερμηνεύσεις τα συμπτώματα. Ο Λαεννέκ ακολούθησε τη σχολή του Κορβιζάρ.
Στο περιβάλλον του συνάντησε τον Γκασπάρ-Λωράν Μπαΐλ, οκτώ χρόνια μεγαλύτερό του. Μαζί του συνεργάστηκε κάτω από την άκαμπτη πειθαρχία του Κορβιζάρ, εκτελώντας λεπτολογείς παρατηρήσεις στην πορεία διαφόρων ασθενειών και καταγράφοντας τα δεδομένα από άπειρες νεκροτομές. Πολύ γρήγορα ο Λαεννέκ απέκτησε τεράστια πείρα στο παρθένο πεδίο της παθολογικής ανατομικής.
Ο Rene Laennec περιγράφει για πρώτη φορά την περιτονίτιδα
Το διαισθητικό πνεύμα του Λαεννέκ (Laennec) του επέτρεπε να ξεχωρίζει το ουσιώδες από το επουσιώδες και να διευθετεί μέσα σε κλινικά πλαίσια το συγκεχυμένο σύμπλεγμα των συμπτωμάτων. Το 1802 έκανε την πρώτη κλασική περιγραφή της περιτονίτιδας, αποδεικνύοντας ότι αυτή ήταν η αιτία χιλιάδων θανάτων στις λεχώνες και όχι ο «πυρετός του γάλακτος», που υποστήριζαν οι γιατροί της εποχής του.
Το 1803 ανακάλυψε την ινώδη κάψα του ήπατος. Το 1804 έκανε έρευνες στο πεδίο της παρασιτολογίας. Σύντομα οι μελέτες του κίνησαν το ενδιαφέρον του επιστημονικού κόσμου. Ο Λαεννέκ απέκτησε φήμη έμπειρου παθολογοανατόμου, εξαίρετου διδασκάλου και ικανού ιατρού. Το 1816 ανακάλυψε το στηθοσκόπιο.
Η ιστορία πίσω από την ανακάλυψη του στηθοσκοπίου
Κάποιος έχει γράψει ότι η ιατρική έμαθε τη θεραπευτική αξία του αντιμονίου από ένα μοναχό, τη θεραπεία της ελονοσίας από έναν Ιησουίτη, τη χειρουργική της λιθίασης πάλι από ένα μοναχό, τη θεραπεία της ποδάγρας από ένα στρατιώτη, την πρόληψη του σκορβούτου από ένα ναυτικό και τη θεραπευτική της Ευσταχιανής σάλπιγγας από έναν ταχυδρομικό. Ε λοιπόν! Η ανακάλυψη του στηθοσκοπίου προήλθε από τα παιδάκια που έπαιζαν.
Ένας μεγάλος φίλος του Λαεννέκ, ο Λεζυμώ διηγείται: «Μια μέρα ο Λαεννέκ, καθώς περνούσε την αυλή του Λούβρου είδε μερικά παιδιά που είχαν βάλει τα αυτιά τους στην άκρη κάτι μακριών ξύλων. Διασκέδαζαν ακούγοντας τα χτυπήματα που οι σύντροφοί τους έκαναν στην άλλη άκρη του υποτυπώδους αυτού παιχνιδιού. Ο Λαεννέκ σταμάτησε χαρούμενος κι εκείνη τη στιγμή συνέλαβε την ιδέα να μεταφέρει εκείνο το παιχνίδι στη μελέτη των ασθενειών της καρδιάς. Την άλλη μέρα στην κλινική του πήρε ένα φύλλο χαρτί, το τύλιξε σε κύλινδρο, το έδεσε με ένα νήμα και το έβαλε στην άρρωστη καρδιά». Στην αρχή δεν έδωσε στο νέο όργανο κανένα όνομα, αργότερα όμως χρησιμοποίησε δύο ελληνικές λέξεις για να το ονομάσει «στηθοσκόπιο».
Η εξεταστική του μέθοδος που την ονόμασε «έμμεση ακρόαση» στηρίχθηκε σε χρόνια ακροαστικής πείρας και επιμελούς καταγραφής των καρδιακών και των αναπνευστικών ήχων που ακούγονται στο θώρακα του αρρώστου και του υγιούς. Συνδυάζοντας τα ευρήματα αυτά με τα δεδομένα της επίκρουσης που γνώριζε επίσης αρκετά καλά, ο Λαεννέκ συγκέντρωσε μια σειρά σαφών πληροφοριών για την έδρα και τους χαρακτήρες των αλλοιώσεων των πνευμόνων, του υπεζωκότος, της καρδιάς και του περικαρδίου. Έτσι με τον Λαεννέκ αρχίζει η μεγάλη γαλλική κλινική σχολή.
Η παλαιή έκδοση του θεμελιώδους έργου του, με την απλότητα και τη σαφήνεια του ύφους της, αντίθετες με την αοριστολογία και το πομπώδες ύφος των συγχρόνων του, διατηρεί και σήμερα την αξία της. Φυλλομετρώντας το έργο αυτό δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει τη διορατικότητα με την οποία ο Λαεννέκ ερμηνεύει τα ακροαστικά ευρήματα των πνευμόνων. Το μέλλον δε διέψευσε καμιά από τις παρατηρήσεις του. Κι όπως λέει ο Εντουάρ Ριστ της Γαλλικής Ιατρικής Ακαδημίας «κάθε φορά που θα απομακρυνθούμε από τις αρχές του, θα πέφτουμε σε λάθος».
Η προσφορά του Rene Laennec στην Ιατρική σήμερα
Δεν επιτρέπεται όμως να περιορίσουμε την προσφορά του Λαεννέκ στην ανακάλυψη του στηθοσκοπίου και τη μέθοδο της ακρόασης. Και τα δυο ήταν γι’ αυτόν απλώς τα μέσα για να εισαγάγει στην κλινική τις κατακτήσεις του της παθολογικής ανατομικής. Η πνευμονία, η γάγγραινα του πνεύμονα, η βρογχεκτασία, ο καρκίνος του πνεύμονα, το εμφύσημα, είναι μερικές από τις νόσους που ως ασθένειες διαφοροποιήθηκαν η μία από την άλλη χάρις στο έργο του Λαεννέκ.
Από τις ανακαλύψεις του αυτού του είδους, σημαντικότερη υπήρξε η σχετική με την πνευμονική φυματίωση. Η νόσος που ήταν ασαφώς γνωστή από την αρχαιότητα έχει περιγραφεί από τον Λαεννέκ όσον αφορά την εξέλιξη των αλλοιώσεών της και τους χαρακτήρες κάθε σταδίου της πορείας της κατά τρόπο που κάνει την περιγραφή του απόλυτης αξίας και για σήμερα. Κάποια στιγμή, τα συμπτώματα που ο μεγάλος κλινικός με τέτοια ακρίβεια περιέγραψε στους αρρώστους του, άρχισαν να εκδηλώνονται και στο δικό του οργανισμό.
Λίγο μετά τη δημοσίευση του συγγράμματός του, το 1820, κατέφυγε για δυο χρόνια στη Βρετάνη για ανάπαυση. Έτσι η υγεία του σιγά-σιγά βελτιώθηκε και επιστρέφοντας στο Παρίσι ονομάστηκε καθηγητής του Κολλεγίου της Γαλλίας και το 1823 διαδέχθηκε τον μεγάλο διδάσκαλό του Κορβιζάρ στην έδρα της κλινικής ιατρικής στη Σαριτέ. Εξαντλημένος όμως από τον φόρτο της εργασίας του αναγκαζόταν να μένει όλο και πιο συχνά στο κρεβάτι, πράγμα που τον ανάγκασε να αποσυρθεί και πάλι το 1826 στη Βρετάνη.
Εκεί εργάστηκε τη δεύτερη έκδοση του έργου του. Και καθώς ένιωθε την αρρώστια να λιγοστεύει τη ζωή του, έγραφε: «Το ξέρω πως ριψοκινδυνεύω τη ζωή μου, αλλά το βιβλίο που πρόκειται να δημοσιευθεί ελπίζω πως θα αξίζει περισσότερο από τη ζωή ενός ανθρώπου, και γι’ αυτό έχω χρέος να το τελειώσω, ό,τι κι αν πρόκειται να μου συμβεί».
Το βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1826. Στις 30 Αυγούστου του ίδιου χρόνου ο Λαεννέκ άφηνε τη ζωή.