Λιθίαση ουροποιητικού: Τι είναι και πώς αντιμετωπίζεται
Η λιθίαση του ουροποιητικού είναι η τρίτη κατά σειρά συχνότητας πάθηση του ουροποιητικού στον άνθρωπο, μετά τις ουρολοιμώξεις και τις παθήσεις του προστάτη.
Στη λιθίαση δημιουργούνται λίθοι μέσα στην αποχετευτική μοίρα του ουροποιητικού συστήματος.
Υπάρχουν διάφορα είδη λίθων που καθορίζονται με βάση τη χημική τους σύσταση. Οι λίθοι από ασβέστιο είναι οι πιο συχνοί. Εμφανίζονται σε μεγαλύτερη συχνότητα σε άντρες ηλικίας 20-30 ετών. Το ασβέστιο ενώνεται με άλλες ουσίες, όπως τα οξαλικά και ο φωσφόρος, και σχηματίζει τελικά την πέτρα. Οι λίθοι κυστίνης από την άλλη σχηματίζονται σε άτομα που πάσχουν από κυστινουρία. Αυτή είναι μία κληρονομική νόσος που προσβάλλει και τα δύο φύλα, ενώ οι λίθοι από στρουβίτη σχηματίζονται συνήθως σε γυναίκες που πάσχουν από λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος.
Πολλοί ασθενείς με λίθο στο ουροποιητικό δεν έχουν κανένα σύμπτωμα. Όπως τονίζουν οι ουρολόγοι, τα συμπτώματα εμφανίζονται, όταν κάποιος λίθος βρεθεί μέσα στον ουρητήρα με αποτέλεσμα να εμποδίζει τη ροή των ούρων από τα νεφρά. Το συνηθέστερο σύμπτωμα είναι ο κολικός του νεφρού, ο οποίος είναι ένας έντονος πόνος στην περιοχή των νεφρών, που μπορεί να αντανακλά στην κοιλιά, στην κύστη ή στα έξω γεννητικά όργανα. Ο πόνος συνήθως εμφανίζεται ξαφνικά, δεν ανακουφίζεται με την αλλαγή θέσης και συχνά συνοδεύεται από τάση για εμετό (ναυτία) ή και εμετό.
Συνήθως, υπάρχει αιματουρία που είναι μικροσκοπική και ανακαλύπτεται στη γενική ούρων και σπάνια μακροσκοπική, που φαίνεται κατά την ούρηση. Μερικές φορές, που συνυπάρχει ουρολοίμωξη, η λιθίαση μπορεί να παρουσιαστεί με συμπτώματα, όπως ρίγος, πυρετός, κόπωση, δυσουρικά ενοχλήματα και πόνος στα νεφρά. Δεν είναι σπάνιο μία λιθίαση να διαγιγνώσκεται τυχαία σε έναν απεικονιστικό έλεγχο που γίνεται για άλλο λόγο.
Μέθοδοι αντιμετώπισης
Η διάγνωση της λιθίασης γίνεται από το ιστορικό, την κλινική εξέταση και τον απαραίτητο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο. Το ιστορικό και η κλινική εξέταση θέτουν την υποψία λιθίασης στον ουρολόγο και οι διαγνωστικές εξετάσεις έχουν ως σκοπό την επιβεβαίωση της διάγνωσης, τη διερεύνηση της λειτουργικότητας και μορφολογίας του ουροποιητικού συστήματος και την ανίχνευση πιθανών αιτιολογικών παραγόντων που είναι υπεύθυνοι για το σχηματισμό λίθων.
Στη φάση του δυνατού πόνου, του κολικού του νεφρού, σκοπός είναι η ανακούφιση του ασθενή από τον πόνο. Χορηγούνται φάρμακα σε ενέσιμη μορφή που λέγονται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα οποία δρουν ως παυσίπονα και ελαττώνουν το τοπικό οίδημα. Αν ο πόνος επιμείνει, μπορούν να χορηγηθούν ισχυρότερα παυσίπονα, όπως οπιοειδή αναλγητικά.
Σε ένα πολύ μικρό ποσοστό ασθενών, θα χρειαστεί κάποια άμεση παρέμβαση, όταν:
-δεν περνάει ο πόνος με τη φαρμακευτική αγωγή
-η απόφραξη βάζει σε κίνδυνο τη νεφρική λειτουργία
-συνυπάρχει ουρολοίμωξη με πυρετό.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί να τοποθετηθεί ένας ουρητηρικός καθετήρας (pig-tail). Μέσω της ουρήθρας με ειδικά εργαλεία, ο γιατρός φτάνει στην ουροδόχο κύστη, βρίσκει το στόμιο του ουρητήρα και μέσω αυτού προωθεί τον καθετήρα μέχρι το νεφρό.
Η αφαίρεση του λίθου εξαρτάται από το μέγεθος και τη θέση του στο ουροποιητικό σύστημα. Εφόσον τα επεισόδια κολικού ελέγχονται με τη φαρμακευτική αγωγή και για λίθους μικρότερους του ενός εκατοστού (<1cm), σε ένα ποσοστό που φτάνει το 70%, ο λίθος θα αποβληθεί αυτόματα σε ένα διάστημα 4-6 βδομάδων αναμονής. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, θα χρειαστεί επεμβατική θεραπεία, με σκοπό τη θραύση και την απομάκρυνση του λίθου.
Στις επεμβατικές μεθόδους, περιλαμβάνονται:
-Εξωσωματική λιθοθρυψία με κύματα κρούσης: Πραγματοποιείται θραύση του λίθου με κρουστικά κύματα. Γίνεται συνήθως πολύ καλά ανεκτή από τον ασθενή και μπορεί να είναι αποτελεσματική σε ποσοστό που φτάνει το 90%.
-Ουρητηροσκόπηση και ενδοσωματική λιθοθρυψία: Χρησιμοποιείται για λίθους που βρίσκονται στον ουρητήρα.
-Διαδερμική νεφρολιθοθρυψία: Χρησιμοποιείται για μεγάλους λίθους του νεφρού ή λίθους του νεφρού που δεν σπάνε με την εξωσωματική λιθοθρυψία.
-Ανοικτή χειρουργική επέμβαση: Έχει περιοριστεί σήμερα και φυλάσσεται μόνο για επιλεγμένες περιπτώσεις.
Πηγή: Ινστιτούτο Μελέτης Ουρολογικών Παθήσεων