Λεγεωνάριοι: Πώς να προστατευθείτε από τη νόσο του καλοκαιριού
Η Ελλάδα ως μεσογειακή χώρα διαθέτει θεωρητικά όλες τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση λοιμώξεων από legionella, δηλαδή θερμό κλίμα με υψηλές θερμοκρασίες μεγάλης διάρκειας και έντονη λειτουργία των κλιματιστικών.
Η νόσος των Λεγεωνάριων είναι μία σοβαρή μορφή πνευμονίας. Εκτός από αυτήν την σοβαρή μορφή, μπορεί να εμφανιστεί και πιο ήπια, με συμπτώματα που ομοιάζουν με γρίπη, χωρίς να επηρεάζει τους πνεύμονες και αποχωρεί μόνη της, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη θεραπεία ή λήψη αντιβιοτικών. Η ελαφρά μορφή είναι γνωστή και ως πυρετός Pontiac και έχει περίοδο επώασης περίπου 1 έως 3 ημέρες.
Η Legionella αναπτύσσεται κυρίως στα επιφανειακά νερά, είναι όμως δυνατόν να ανιχνευθεί και στο καθαρό νερό, αλλά επιζεί και στο αποσταγμένο.
Ιδανικές θερμοκρασίες ανάπτυξής της είναι μεταξύ 20 και 45 βαθμών Κελσίου. Σε θερμοκρασίες άνω των 60 βαθμών, το μικρόβιο εξουδετερώνεται, ενώ δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί κάτω από τους 20 βαθμούς.
Ιδανικές συνθήκες πολλαπλασιασμού του μικροβίου μπορούν να παρουσιαστούν στα δίκτυα διανομής νερού των διαφόρων κτιρίων και ειδικότερα στο δίκτυο διακίνησης ζεστού νερού. Στο εσωτερικό των σωληνώσεων δημιουργούνται αποικίες των μικροβίων, οι οποίες σχηματίζουν μια μεμβράνη (biofilm) που τροφοδοτεί συνεχώς με μικροοργανισμούς το νερό. Οι εναποθέσεις αλάτων και ο σχηματισμός ιζημάτων ενισχύουν την ανάπτυξη του μικροβίου.
Η legionella μεταδίδεται κυρίως αερογενώς μέσω λεπτότατων σταγονιδίων με μορφή αερολύματος που σχηματίζονται από τα κλιματιστικά μηχανήματα, αλλά η μετάδοση μπορεί να γίνει και με τα σταγονίδια που εκπέμπονται με το ντους, στο τζακούζι ή στο SPA όπου αναπνέεται ατμός, στα σιντριβάνια νερού, αλλά και κατά το πλύσιμο των χεριών. Αμφισβητείται η μετάδοση από τον κλιματισμό αυτοκινήτου ή στις ξεχωριστές μονάδες που τοποθετούνται στις οικίες, επειδή εκεί επιβιώνει πιο δύσκολα. Δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Κρίσιμες θεωρούνται οι μη τουριστικές περίοδοι, όπου σε ξενοδοχειακές μονάδες που υπολειτουργούν, το νερό του δικτύου παραμένει «στάσιμο», γεγονός που ευνοεί την ανάπτυξή της.
Τα συμπτώματα εκδηλώνονται 2 με 14 ημέρες μετά την μόλυνση. Η κλινική εικόνα είναι αυτή της άτυπης πνευμονίας με εξελισσόμενη ακτινολογική εικόνα και βαρύτητα. Η θνητότητα είναι περίπου 15% αλλά η έγκαιρη διάγνωση αυξάνει τα ποσοστά επιβίωσης. Για τα άτομα υψηλού κινδύνου, το ποσοστό θνητότητας είναι μεγαλύτερο.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται κυρίως εργαστηριακά. Ως ομάδες υψηλού κινδύνου θεωρούνται τα νεογνά, τα άτομα άνω των 50 ετών, τα άτομα με χρόνιες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος, καπνιστές, διαβητικοί, νεφροπαθείς, άτομα που κάνουν χημειοθεραπεία, μεταμοσχευμένοι, άτομα που παίρνουν αγωγή για να καταστείλουν το ανοσοποιητικό τους σύστημα.
Για την πρόληψη της εμφάνισης της νόσου απαιτείται συστηματική λήψη κατάλληλων μέτρων που αφορούν:
1. Την σωστή λειτουργία των υδραυλικών και κλιματιστικών εγκαταστάσεων των ξενοδοχείων, νοσοκομείων, ιαματικών λουτρών, αιθουσών αναμονής, ΜΜΜ, κρουαζιερόπλοιων κ.λ.π.
2. Την αποφυγή δημιουργίας εστιών μόλυνσης στα σημεία των δικτύων που έχουμε αυξομείωση της θερμοκρασίας του νερού και έχουμε συχνότερα εναποθέσεις αλάτων και ξένων ουσιών γενικότερα.
3. Την επιλογή της κατάλληλης απολυμαντικής μεθόδου.
4. Τα κατάλληλα τεχνικά μέσα ώστε να εξασφαλίζεται η μόνιμη απολύμανση του δικτύου.
5. Τον τακτικό έλεγχο δειγματοληπτικό έλεγχο του νερού.
6. Την αποφυγή διαρροών στον κλιματισμό.