ΚΕΕΛΠΝΟ: Σταθερή μείωση των κρουσμάτων ηπατίτιδας B και C
Σταθερή μείωση της συχνότητας της ηπατίτιδας B και C μεταξύ των αιμοδοτών καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Παραμένει ωστόσο υψηλή σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης (κυρίως της Δυτικής και Βόρειας), γεγονός που σχετίζεται με το επιδημιολογικό προφίλ της κάθε χώρας. Πάντως, η ασφάλεια του αίματος διασφαλίζεται στην Ελλάδα μετά και την εφαρμογή των τεχνικών μοριακού ελέγχου του. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2007 έως το 2015 απετράπη η χρήση τουλάχιστον 1.500 προϊόντων αίματος, τα οποία μόνο με τον μοριακό έλεγχο βρέθηκαν θετικά σε ηπατίτιδα Β, C και στον HIV (ιός του έιτζ).
Αυτά είναι ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης Επιδημιολογικής Επιτήρησης για το έτος 2015 που εξέδωσε πριν από λίγες ημέρες το Συντονιστικό Κέντρο Αιμοεπαγρύπνησης (ΣΚΑΕ) του ΚΕΕΛΠΝΟ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση, την πενταετία 2010-2015 καταγράφεται σημαντική ετήσια μείωση κατά 18,6% και 17,2% των θετικών μονάδων αίματος σε ηπατίτιδα Β και C αντίστοιχα, με αποτέλεσμα τη μείωση κατά 50% του επιπολασμού των λοιμώξεων αυτών κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετίας. Είναι ενδεικτικό ότι 1.239 στις 609.735 ελεγχθείσες μονάδες το 2010 ήταν θετικές στην ηπατίτιδα Β (ποσοστό 0,20%) έναντι 426 στις 520.844 (ποσοστό 0,08%) που ελέγχθηκαν το 2015. Στον αντίποδα, σημαντική αύξηση κατά 8,8% παρατηρείται στον επιπολασμό της σύφιλης: από 119 θετικές μονάδες στις 582.187 ελεγχθείσες το 2011, σε 145 θετικές μονάδες στις 520.844 το 2015.
Συμπερασματικά, στην Ελλάδα, μία στις 720 μονάδες αίματος που συλλέγονται είναι θετική σε ηπατίτιδα B, C ή στον ιό του έιτζ, και όπως αναφέρεται στην έκθεση, «η συχνότητά των λοιμώξεων αυτών παραμένει υψηλή».
Μοριακός έλεγχος
Στην ασφάλεια του αίματος έχει συνεισφέρει και η εφαρμογή του μοριακού ελέγχου. Σύμφωνα με την έκθεση, από το 2007 έως το 2015 εντοπίστηκαν μόνο με τον μοριακό έλεγχο 617 μολυσμένες από ηπατίτιδα Β, C και HIV μονάδες αίματος (σε σύνολο 4.824.650), και τις οποίες δεν είχε «πιάσει» ο απλός ορολογικός έλεγχος του αίματος. Από τις 617 μονάδες αίματος είχαν παρασκευαστεί 1.542 προϊόντα αίματος τα οποία τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν.
Στην έκθεση παρουσιάζονται και δεδομένα από τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις τόσο κατά τη μετάγγιση όσο και κατά την αιμοδοσία. Το 2015 καταγράφηκαν 1.570 ανεπιθύμητες αντιδράσεις σχετικά με τη μετάγγιση 768.672 προϊόντων αίματος (συχνότητα μία παρενέργεια ανά 490 μεταγγίσεις), εκ των οποίων 119 ήταν σοβαρές. Επίσης, ένας στους 85 αιμοδότες του 2015 εμφάνισε κάποια ανεπιθύμητη αντίδραση, κυρίως ζάλη, αίσθημα αδιαθεσίας ή εφίδρωση.