ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Τα γονίδια που εμπλέκονται στην ανάπτυξη ενδομητρίωσης

Η ενδομητρίωση εκδηλώνεται όταν αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα ιστός, ο οποίος είναι παρόμοιος δομικά και λειτουργικά με αυτόν που επιστρώνει το εσωτερικό τοίχωμά της (το ενδομήτριο).

Τα γονίδια που εμπλέκονται στην ανάπτυξη ενδομητρίωσης

Ο ιστός μπορεί να αναπτυχθεί γύρω ή μέσα στα όργανα της πυέλου, όπως τη μήτρα, τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες ή την ουροδόχο κύστη και προκαλεί έντονο πόνο, αιμορραγικές διαταραχές κατά την έμμηνο ρύση, προβλήματα γονιμότητας, κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές και άλλα συμπτώματα.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η πάθηση αφορά το το 10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας.

Σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης, η ενδομητρίωση φαίνεται ότι έχει κοινά γενετικά αίτια με άλλους χρόνιους πόνους, όπως η ημικρανία και ο πόνος στη μέση.

Στην έρευνα συμμετείχαν 25 ερευνητικές ομάδες από πολλές χώρες του κόσμου, με επικεφαλής ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Οι επιστήμονες ανέλυσαν το γονιδίωμα 60.674 γυναικών με ενδομητρίωση, από 25 βάσεις δεδομένων. Στη συνέχεια, το συνέκριναν με εκείνο 701.926 υγιών γυναικών και κοριτσιών. Όπως αναφέρουν, εντόπισαν 42 γονίδια που σχετίζονται με τη νόσο. Ο αριθμός αυτός είναι υπερδιπλάσιος από εκείνον που είχαν αναδείξει προηγούμενες, μικρότερες μελέτες.

Η μελέτη κατέδειξε ακόμα κοινή γενετική βάση ανάμεσα στην ενδομητρίωση και άλλα είδη χρόνιου πόνου, τα οποία φυσιολογικά δεν σχετίζονται με αυτήν, είπε η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Nilufer Rahmioglu, από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Σε αυτά περιλαμβάνονται η ημικρανία, ο πόνος στη μέση και ο πολυεστιακός πόνος.

«Οι αιτίες της ενδομητρίωσης δεν είναι γνωστές. Μελετώντας όμως τα γονίδια των ασθενών μπορούμε να βρούμε ενδείξεις για τις βιολογικές διεργασίες που αποτελούν τη βάση της έναρξης και της εξέλιξής της», δήλωσε η Δρ. Sally Mortlock, από το Ινστιτούτο Μοριακής Βιοεπιστήμης του Πανεπιστημίου του Κουήνσλαντ, στην Αυστραλία.

«Πριν από αυτή τη μελέτη, γνωρίζαμε περίπου 17 γονίδια που σχετίζονταν με την ενδομητρίωση. Τώρα, ξέρουμε 42 και επιπλέον έχουμε πολύ περισσότερα δεδομένα», πρόσθεσε. «Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να απομονώσουμε τα υπαίτια γονίδια και να αναπτύξουμε νέους, πιο αποτελεσματικούς θεραπευτικούς στόχους».

Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση Nature Genetics.