The Lancet: Μείωση 44% στη μητρική θνησιμότητα από το 1990
Έκθεση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), τη UNICEF, το UNFPA, την Παγκόσμια Τράπεζα και το Τμήμα Πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών υπογραμμίζει την πρόοδο στον τομέα της μητρικής θνησιμότητας την τελευταία 25ετία.
Η Μητρική Θνησιμότητα μειώθηκε κατά 44% από το 1990, αναφέρει η έκθεση που δημοσιεύουν σήμερα οργανισμοί των Ηνωμένων Εθνών και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Οι μητρικοί θάνατοι σε όλο τον κόσμο μειώθηκαν από περίπου 532.000 το 1990 σε 303.000 την φετινή χρονιά, σύμφωνα με την έκθεση, την τελευταία από μια σειρά εκθέσεων που εξετάζουν την πρόοδο στο πλαίσιο των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας (ΑΣΧ). Αυτό ισοδυναμεί με ένα εκτιμώμενο συνολικό ποσοστό μητρικής θνησιμότητας 216 θανάτων μητέρων ανά 100.000 γεννήσεις ζωντανών βρεφών, από 385 που ήταν το 1990.
Η μητρική θνησιμότητα ορίζεται ως ο θάνατος μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού ή μέσα σε 6 εβδομάδες μετά τη γέννα.
«Οι Αναπτυξιακοί Στόχοι της Χιλιετίας πυροδότησαν άνευ προηγουμένου προσπάθειες για τη μείωση της μητρικής θνησιμότητας», δηλώνει η Δρ Flavia Bustreo, Βοηθός Γενικός Διευθυντής στον ΠΟΥ, για την υγεία της Οικογένειας, των Γυναικών και των Παιδιών. Και συμπληρώνει: «Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών, ο κίνδυνος για μια γυναίκα να πεθάνει από αιτίες που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη μειώθηκε σχεδόν στο μισό. Αυτό είναι πραγματική πρόοδος, αν και δεν είναι αρκετό. Ξέρουμε ότι μπορούμε να τελειώσουμε οριστικά αυτούς τους θανάτους μέχρι το 2030, γι' αυτό δεσμευόμαστε να εργαστούμε προς αυτή την κατεύθυνση».
Η επίτευξη αυτού του στόχου θα απαιτήσει πολύ περισσότερη προσπάθεια, σύμφωνα με τον Δρ. Babatunde Osotimehin, Εκτελεστικό Διευθυντή του UNFPA: «Πολλές χώρες με υψηλά ποσοστά μητρικής θνησιμότητας θα κάνουν μικρή πρόοδο, ή θα μείνουν ακόμα και πίσω, κατά τα επόμενα 15 χρόνια, αν δεν βελτιώσουμε το σημερινό αριθμό των διαθέσιμων μαιών και των υπόλοιπων επαγγελματιών στον τομέα της υγείας με μαιευτικές δεξιότητες», τονίζει. Και προσθέτει: «Αν δεν δώσουμε μια μεγάλη ώθηση τώρα, το 2030 θα βρεθούμε αντιμέτωποι, για άλλη μια φορά, με έναν χαμένο στόχο για τη μείωση των μητρικών θανάτων».
Οι αναλύσεις που περιέχονται στην Έκθεση «Τάσεις της Μητρικής Θνησιμότητας: Από το 1990 έως το 2015 - Οι εκτιμήσεις από τον ΠΟΥ, τη UNICEF, το UNFPA, την Παγκόσμια Τράπεζα και το Τμήμα Πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών, δημοσιεύονται σήμερα στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet.
Η εξασφάλιση της πρόσβασης σε υγειονομικές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας κατά την εγκυμοσύνη και τη γέννα βοηθά στο να σωθούν ζωές. Οι βασικές υγειονομικές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν: εξάσκηση πρακτικών καλής υγιεινής ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος μόλυνσης, έγχυση οξυτοκίνης αμέσως μετά τον τοκετό για να μειωθεί ο κίνδυνος σοβαρής αιμορραγίας, εντοπισμό και αντιμετώπιση δυνητικά θανατηφόρων ασθενειών όπως η υπέρταση λόγω της εγκυμοσύνης και διασφάλιση της πρόσβασης σε υπηρεσίες σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και οικογενειακού προγραμματισμού για τις γυναίκες.
Άνιση πρόοδος
Παρά τις παγκόσμιες βελτιώσεις, μόνο 9 χώρες πέτυχαν τον 5ο Αναπτυξιακό Στόχο της Χιλιετίας για τη μείωση του ποσοστού μητρικής θνησιμότητας κατά τουλάχιστον 75% μεταξύ 1990 και 2015. Οι χώρες αυτές είναι το Μπουτάν, το Πράσινο Ακρωτήρι, η Καμπότζη, το Ιράν, η Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος, οι Μαλδίβες, η Μογγολία, η Ρουάντα και το Ανατολικό Τιμόρ.
Παρά τη σημαντική αυτή εξέλιξη, τα ποσοστά μητρικής θνησιμότητας σε ορισμένες από αυτές τις χώρες, παραμένουν υψηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
«Όπως έχουμε δει με όλους τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας που αφορούν την υγεία, η ενίσχυση του συστήματος υγείας θα πρέπει να εφαρμοστεί με προσοχή σε άλλα θέματα για τη μείωση των μητρικών θανάτων», αναφέρει η Αναπληρώτρια Εκτελεστική Διευθύντρια της UNICEF, Geeta Rao Gupta. Και συνεχίζει: «Η εκπαίδευση των γυναικών και των κοριτσιών, ιδιαίτερα των πιο περιθωριοποιημένων, είναι το κλειδί για την επιβίωσή τη δική τους και των παιδιών τους. Η εκπαίδευση τους παρέχει τη γνώση να αμφισβητήσουν παραδοσιακές πρακτικές που θέτουν τις ίδιες και τα παιδιά τους σε κίνδυνο».
Μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, περίπου το 99% των μητρικών θανάτων παγκοσμίως θα έχουν εμφανιστεί στις αναπτυσσόμενες περιφέρειες, με την υποσαχάρια Αφρική και μόνο ν' αντιπροσωπεύει τους 2 στους 3 (66%) θανάτους. Αλλά αυτό αποτελεί σημαντική βελτίωση: Η υποσαχάρια Αφρική είδε σχεδόν 45% μείωση στα ποσοστά μητρικής θνησιμότητας, από 987 σε 546 θανάτους ανά 100.000 γεννήσεις ζώντων νεογνών μεταξύ 1990 και 2015.
Η μεγαλύτερη βελτίωση από οποιαδήποτε άλλη περιοχή καταγράφηκε στην Ανατολική Ασία, όπου ο δείκτης μητρικής θνησιμότητας μειώθηκε από 95 σε 27 θανάτους, ανά 100.000 γεννήσεις ζώντων νεογνών (μείωση κατά 72%).
Στις ανεπτυγμένες περιφέρειες, η μητρική θνησιμότητα μειώθηκε κατά 48% μεταξύ 1990 και 2015, από 23 σε 12 θανάτους, ανά 100.000 γεννήσεις.
Δουλεύοντας για τον τερματισμό των μητρικών θανάτων που μπορούν να προληφθούν
Μια νέα Παγκόσμια Στρατηγική για την Υγεία των Γυναικών, των Παιδιών και των Εφήβων, η οποία ξεκίνησε από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών το Σεπτέμβριο του 2015, έχει ως στόχο να συμβάλει στην επίτευξη του φιλόδοξου στόχου της μείωσης των θανάτων μητέρων σε λιγότερους από 70 ανά 100.000 γεννήσεις ζώντων νεογνών σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως αναφέρεται και στους Στόχους για μια Βιώσιμη Ανάπτυξη. Η επίτευξη αυτού του στόχου θα απαιτήσει περισσότερο από τον τριπλασιασμό του ρυθμού της προόδου -από την ετήσια βελτίωση 2,3% των ποσοστών μητρικής θνησιμότητας που σημειώθηκε μεταξύ 1990 και 2015, σε 7,5% ετησίως, από τις αρχές του επόμενου έτους.
Η Παγκόσμια Στρατηγική υπογραμμίζει την ανάγκη να ενισχυθούν οι ηγεσίες των χωρών, με την αξιοποίηση των εγχώριων και διεθνών πόρων για την υγεία των γυναικών, των παιδιών και των εφήβων. Θα είναι σημαντικό να ενισχυθούν τα συστήματα υγείας, ώστε να μπορούν να παρέχουν περίθαλψη καλής ποιότητας σε όλους τους χώρους, να προωθηθούν οι συνεργασίες σε όλους τους τομείς, καθώς και η υποστήριξη ατόμων και κοινοτήτων, ώστε να ενημερώνονται για την υγεία τους και να απαιτούν την ποιοτική περίθαλψη που χρειάζονται. Η στρατηγική τονίζει ότι η ιδιαίτερη προσοχή είναι επιτακτική ανάγκη κατά τη διάρκεια ανθρωπιστικών κρίσεων και εύθραυστων ρυθμίσεων, δεδομένου ότι οι μητρικοί θάνατοι, τείνουν να αυξάνονται σε αυτά τα πλαίσια.
«Ο στόχος για την εξαφάνιση των μητρικών θανάτων μέχρι το 2030 είναι φιλόδοξος, αλλά και επιτεύξιμος, αρκεί να διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας», λέει ο Δρ. Tim Evans, Ανώτερος Διευθυντής Υγείας, Διατροφής και Πληθυσμού της Παγκόσμιας Τράπεζας. Και συμπληρώνει: «Η πρόσφατη έναρξη της Διευκόλυνσης Συνολικής Χρηματοδότησης για την Υποστήριξη Κάθε Γυναίκας και Κάθε Παιδιού, η οποία επικεντρώνεται στην ευφυέστερη, κλιμακωτή και βιώσιμη χρηματοδότηση, θα βοηθήσει τις χώρες να παρέχουν τις απαραίτητες υπηρεσίες υγείας για τις γυναίκες και τα παιδιά».
Ανάγκη για καλύτερα δεδομένα
Οι εκτιμήσεις του 2015 για τη μητρική θνησιμότητα παρουσιάζουν την τεράστια πρόοδο που έχει επιτευχθεί προς την κατεύθυνση του 5ου Αναπτυξιακού Στόχου της Χιλιετίας για τη μείωση της μητρικής θνησιμότητας. Δείχνουν μια ισχυρή τάση μείωσης με την πάροδο των ετών. Συγχρόνως, έχουμε δει περισσότερα και καλύτερα δεδομένα που προέρχονται από διάφορες χώρες, αλλά και την ενίσχυση της ακρίβειας των απόλυτων αριθμών που αναφέρονται.
Οι προσπάθειες για την ενίσχυση των δεδομένων, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, έχουν βοηθήσει να τροφοδοτηθεί αυτή η βελτίωση. Ωστόσο, είναι πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν για να αναπτυχθούν πλήρη και ακριβή συστήματα πολιτικής και ζωτικής σημασίας, για την εγγραφή των γεννήσεων, των θανάτων και των αιτιών θανάτου.
Οι έλεγχοι και οι αξιολογήσεις για του θανάτους μητέρων, θα πρέπει επίσης να εφαρμοστούν για να κατανοήσουμε το γιατί, το πού και το πότε οι γυναίκες πεθαίνουν και το τι μπορεί να γίνει για την πρόληψη παρόμοιων θανάτων. Από το 2012, ο ΠΟΥ, το UNFPA και οι εταίροι έχουν αναπτύξει συστήματα Παρακολούθησης και Αντιμετώπισης για τη Μητρική Θνησιμότητα, για τον εντοπισμό και την έγκαιρη κοινοποίηση όλων των μητρικών θανάτων, ακολουθούμενες από την επισκόπηση των αιτιών τους και τις καλύτερες μεθόδους πρόληψης. Ένας αυξανόμενος αριθμός των χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χωρών, εφαρμόζουν πλέον αυτή την προσέγγιση.