Ι. Ιωαννίδης: Ο σοβαρός επιστήμονας δεν εποφθαλμιά τη δόξα των ποπ σταρ
Οι γνωστοί πανεπιστημιακοί και επιστήμονες με φήμη δεν είναι κατ' ανάγκη οι πιο σοβαροί στον χώρο τους, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ιωάννης Ιωαννίδης, καθηγητής από το 2010 στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια των ΗΠΑ, αναγνωρισμένος διεθνώς ειδικός σε θέματα επιδημιολογίας, στατιστικής και έρευνας σε θέματα υγείας.
Επισημαίνει ότι δεν είναι όλα «καλά και άγια» στον χώρο της Επιστήμης, θεωρεί αναπόφευκτα τα επιστημονικά λάθη, εκτιμά ότι οι επιστημονικές απάτες είναι σχετικά σπάνιες, αλλά επιτίθεται σε όσους, ιδίως στην Ελλάδα, νοιάζονται περισσότερο για τη δημόσια προβολή τους παρά για την επιστήμη τους. Αναφέρεται στους διάφορους πειρασμούς που δελεάζουν έναν επιστήμονα να «φουσκώσει» τα ερευνητικά ευρήματά του, αλλά και στις «ενδημικές» δυσκολίες που έχει ένας επιστήμονας για να κάνει ποιοτική δουλειά στη χώρα μας.
Ο Ι. Ιωαννίδης γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1965, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Κολλέγιο Αθηνών (1984). Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1990, απ' όπου πήρε το διδακτορικό του στη Βιοπαθολογία το 1996. Ολοκλήρωσε την ιατρική εκπαίδευσή του στα αμερικανικά πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Ταφτς (αργότερα έγινε καθηγητής επιδημιολογίας και στα δύο), ενώ από το 2003 διετέλεσε καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όπου είναι ομότιμος καθηγητής από το 2015.
Σήμερα κατέχει την έδρα C.F. Rehnborg πρόληψης νοσημάτων και είναι καθηγητής Παθολογίας, Έρευνας και Πολιτικής Υγείας καθώς και στατιστικής στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Στο ίδιο πανεπιστήμιο είναι επίσης διευθυντής του Κέντρου Έρευνας στην Πρόληψη, συνδιευθυντής του Κέντρου Καινοτομίας στην Μετα-έρευνα (METRICS) και διευθυντής του διδακτορικού προγράμματος στην Επιδημιολογία και Κλινική Έρευνα.
Έχει κάνει πάνω από 750 επιστημονικές δημοσιεύσεις, ενώ είναι ανάμεσα στους 100 συγγραφείς παγκοσμίως με τον μεγαλύτερο αριθμό αναφορών στο έργο τους. Παράλληλα, είναι συγγραφέας, έχοντας εκδώσει ήδη πέντε βιβλία στα ελληνικά, στις εκδόσεις Γκοβόστης και Κέδρος, ενώ ένα έκτο θα εκδοθεί το 2016.
Μεταξύ άλλων, τον απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια το πώς μπορούμε να αναπτύξουμε τρόπους που να προωθούν την επιστημονική αριστεία και να βελτιώνουν την αξιοπιστία των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Ένα άρθρο-ορόσημο του Ιωαννίδη στο ιατρικό περιοδικό PLoS Medicine το 2005, με το οποίο έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα ότι στην πλειονότητά τους οι επιστημονικές έρευνες είναι αναληθείς, προκάλεσε τρομερή απήχηση παγκοσμίως και συνεχίζει να επηρεάζει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Αφορμή γι' αυτή τη συνέντευξη υπήρξε η μελέτη-ορόσημο, που δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό Science στο τέλος Αυγούστου, σύμφωνα με την οποία λιγότερες από το 40% των επιστημονικών μελετών στο πεδίο της Ψυχολογίας (Γνωστικής και Κοινωνικής) κατέστη δυνατό να επαληθευθούν, όταν επαναλήφθηκαν μετά από λίγα χρόνια από άλλους ερευνητές. Συνεπώς, σχεδόν δύο στις τρεις ψυχολογικές έρευνες και τα ευρήματά τους είναι αμφίβολης αξιοπιστίας.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
- Πόσο σας εξέπληξε η πρόσφατη μεγάλη έρευνα που έδειξε ότι οι περισσότερες επιστημονικές έρευνες στο πεδίο της Ψυχολογίας δεν μπορούν να επαληθευθούν, αν γίνουν δεύτερη φορά;
Τα αποτελέσματα αναμένονταν από χιλιάδες επιστήμονες με μεγάλη ανυπομονησία. Προσωπικά μού προκάλεσαν περισσότερο απογοήτευση παρά έκπληξη. Το ποσοστό αποτυχίας επικύρωσης (64%) ήταν πολύ υψηλό. Πριν μερικά χρόνια είχα δημοσιεύσει σαν πρόβλεψη για την Ψυχολογία ένα ποσοστό αποτυχίας 55%. Θα ευχόμουν να είχα κάνει λάθος και οι επιστημονικές έρευνες στο χώρο της Ψυχολογίας να ήταν πιο αξιόπιστες!
- Τελικά πόσο πρέπει να εμπιστευόμαστε τις επιστημονικές έρευνες;
Φυσικά και πρέπει να εμπιστευόμαστε την Επιστήμη, δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να την αναπληρώσει στην αντικειμενική κατανόηση της φύσης. Η ζωή μας στηρίζεται -και πρέπει να στηρίζεται- στην Επιστήμη. Απλώς θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και επιφυλακτικοί όταν ακούμε κάτι για πρώτη φορά με βάση μόνο μια μελέτη, ακόμα περισσότερο μάλιστα όταν αυτό ακούγεται εξεζητημένο.
- Αυταπάτη ή απάτη; Ποιο είναι συχνότερο και σοβαρότερο πρόβλημα στον χώρο της επιστημονικής έρευνας διεθνώς;
Η απάτη είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο στην Επιστήμη. Όταν βέβαια συναντάμε περιστατικά απάτης, γίνεται πολύ θόρυβος στα ΜΜΕ και η εμπιστοσύνη του ευρύτερου κοινού κλονίζεται. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταφύγουμε σε αρνητές της Επιστήμης, πνευματιστές, τηλεπερσόνες ή άλλους επαγγελματίες απατεώνες για να μας καθοδηγήσουν.
Σε γενικές γραμμές, κάποιος δεν γίνεται επιστήμονας για να εξαπατήσει, ακριβώς το αντίθετο. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η επιστημονική έρευνα είναι πολύ απαιτητική και δύσκολη. Κατά συνέπεια, μπορεί πάντα να πλανηθούμε. Ακόμα και οι εξυπνότεροι, εργατικότεροι και προσεκτικότεροι επιστήμονες μπορεί να κάνουν λάθη.
- Με βάση τις δικές σας έρευνες έως τώρα, ποιο ποσοστό των επιστημονικών ερευνών διεθνώς είναι αμφίβολης αξιοπιστίας και σε ποια επιστημονικά πεδία το πρόβλημα εμφανίζεται πιο έντονο;
Υπάρχουν μελέτες επικύρωσης που έχουν γίνει από επιστήμονες σε αρκετά πεδία. Η επαναληψιμότητα (επικύρωση των αρχικών μελετών) είναι συχνά αρκετά χαμηλή, περίπου 10-25% σε προκλινική έρευνα (έρευνα για την αναζήτηση νέων φαρμάκων), σε μελέτες με πειραματόζωα και σε επιδημιολογικές μελέτες. Η κατάσταση είναι αρκετά καλύτερη σε πειραματικές, τυχαιοποιημένες μελέτες με μεγάλο δείγμα ασθενών και αυστηρό σχεδιασμό.
Προβλήματα έχουν επισημανθεί σε επιστήμες πολύ διαφορετικές, από τα Οικονομικά (π.χ. η θεωρία ότι η λιτότητα βοηθά προέκυψε από ένα απλό λάθος σε ένα Excel) μέχρι τις Νευροεπιστήμες. Φαίνεται η κατάσταση να είναι καλύτερη σε «σκληρές» θετικές επιστήμες, π.χ. Φυσική, Χημεία ή Αστροφυσική. Όμως ακόμα και στην Αστροφυσική φαίνεται ότι περίπου το ένα τρίτο των εξωπλανητών που είχαν περιγραφεί σε κάποια φάση, δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα.
Στις «σκληρές» Θετικές Επιστήμες η κατάρριψη των λανθασμένων ισχυρισμών γίνεται συνήθως γρηγορότερα, όπως π.χ. όταν ανακοινώθηκε το 2011 -και καταρρίφθηκε πολύ γρήγορα- ότι βρέθηκε σωματίδιο με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός (έφταιγε ένα καλώδιο που είχε ξεκολλήσει και ένα χρονόμετρο που δεν λειτουργούσε καλά) ή όταν ανακοινώθηκε το 2014 από την ομάδα του τηλεσκόπιου Bicep η «ανακάλυψη της δεκαετίας» (αρχέγονα βαρυτικά κύματα), αλλά γρήγορα αποδείχτηκε ότι απλώς το τηλεσκόπιο κατέγραφε σκόνη.
- Είναι δυνατό να απαιτούμε από τις «μαλακές» επιστήμες (π.χ. Ψυχολογία) να έχουν τον ίδιο βαθμό βεβαιότητας στα πορίσματά τους με τις «σκληρές» επιστήμες (π.χ. Φυσική);
Κάποιες επιστήμες έχουν εγγενώς μεγαλύτερη δυσκολία να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα βεβαιότητας. Αυτό δεν τις κάνει υποδεέστερες, ίσα-ίσα θα πρέπει να κερδίσουν το σεβασμό μας για το πόσο δύσκολα φαινόμενα προσπαθούν να μελετήσουν.
Όμως ορισμένες φορές, για κάποια ερωτήματα μπορεί να χρειαζόμαστε την ίδια ή και μεγαλύτερη βεβαιότητα από ό,τι σε πιο «σκληρές» επιστήμες. Εξαρτάται πόσο μας στοιχίζει ένα λάθος. Για παράδειγμα, μάλλον είναι πιο υποφερτό να κάνουμε λάθος για κάποιο υποατομικό σωματίδιο, παρά να αποδεχτούμε μια ψυχοθεραπεία ή κάποιο ψυχοφάρμακο ως ασφαλή, ενώ μπορεί να έχουν παρενέργειες που οδηγούν ανθρώπους στην αυτοκτονία.
- Μήπως η αδυναμία επαληθευσιμότητας έχει και μια θετική πλευρά, επειδή σπρώχνει την έρευνα μπροστά;
Φυσικά, η Επιστήμη προχωρεί με συνεχείς διορθώσεις και βελτιώσεις. Το ζήτημα είναι πώς μπορούμε να κάνουμε την όλη διαδικασία πιο αποδοτική και γρήγορη, παρά να πρέπει να περιμένουμε π.χ. δύο χιλιετίες για να δείξουμε ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο και όχι αντίστροφα. Ένα «αρνητικό» αποτέλεσμα είναι εξίσου χρήσιμο όσο και ένα «θετικό», μερικές φορές μάλιστα είναι και πιο χρήσιμο. Η κατάρριψη μιας θεωρίας συχνά ξεκαθαρίζει το τοπίο και βοηθάει αφάνταστα.
- Υπάρχει κάτι εγγενές στο όλο «κύκλωμα» πανεπιστημίων-κράτους-ερευνητών-εταιρειών, που δίνει κίνητρα στους επιστήμονες να παραβιάζουν την ηθική και την ακεραιότητα και να «φουσκώνουν» την έρευνά τους ή ακόμη και να λένε ψέματα; Είναι το αδιάκοπο κυνήγι της χρηματοδότησης ένα τέτοιο «κίνητρο»;
Σίγουρα τα κίνητρα έχουν μεγάλη σχέση με το τι είδους έρευνα παράγουμε και πόσο αξιόπιστη είναι. Αν ένας ερευνητής χρηματοδοτείται και προάγεται, όταν βγάζει εξεζητημένα αποτελέσματα, θα κάνει ό,τι μπορεί για να βγάλει εξεζητημένα αποτελέσματα. Όταν μια φαρμακευτική εταιρεία αναγκάζεται η ίδια να κάνει τις μελέτες για το αν το φάρμακό της είναι αποτελεσματικό και από αυτές τις μελέτες αυτές εξαρτώνται πωλήσεις δισεκατομμυρίων ευρώ, θα κάνει ό,τι μπορεί για να βγάλει αποτελέσματα υπέρ του φαρμάκου.
Πρέπει να αλλάξουμε τα κίνητρα, ώστε οι επιστήμονες να έχουν κάθε λόγο να επιζητούν αξιόπιστα αποτελέσματα, όχι εξεζητημένα. Αντίστοιχα, πρέπει να απεγκλωβίσουμε τις εταιρείες από την ανάγκη να κρίνουν και να επιβραβεύσουν οι ίδιες τα προϊόντα τους. Τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας των προϊόντων πρέπει να τον κάνει κάποιος ανεξάρτητος.
- Συμβαδίζει πάντα το να είναι κανείς γνωστός πανεπιστημιακός και καλός επιστήμονας;
Ένας σοβαρός επιστήμονας δεν εποφθαλμιά τη δόξα των ποπ σταρ. Από την άλλη πλευρά, είναι σημαντικό σοβαροί επιστήμονες να προσφέρουν τη γνώση τους προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος και να διαλύουν τη θολούρα της συλλογικής άγνοιας. Ο δημόσιος λόγος χρειάζεται απεγνωσμένα σοβαρούς, εχέφρονες ανθρώπους με τεκμηριωμένες θέσεις.
Στην Ελλάδα οι περισσότεροι γνωστοί πανεπιστημιακοί είναι ασήμαντοι σαν επιστήμονες, τολμώ να πω θεαματικά αγράμματοι, παρά τα επιχρυσωμένα βιογραφικά τους που κυκλοφορούν δημόσια για εντυπωσιασμό των ιθαγενών. Οι άνθρωποι αυτοί αποκτούν τεράστια φήμη πολιτική, κοινωνική κ.α. Αυτό πρέπει κάποια στιγμή να αλλάξει.
- Πόσο σοβαρό είναι, κατά τη γνώμη σας, το πρόβλημα στην Ελλάδα; Υπάρχει κάποια αξιολόγηση για τον βαθμό που οι έρευνες από Έλληνες επιστήμονες είναι αξιόπιστες; Υπάρχουν στοιχεία για το βαθμό απάτης από Έλληνες ερευνητές;
Η ελληνική επιστημονική κοινότητα αποτελεί μέρος του παγκόσμιου ιστού. Άρα αντίστοιχα προβλήματα και προκλήσεις ισχύουν και στην Ελλάδα. Δεν νομίζω ότι τα ελληνικά δεδομένα και οι δημοσιεύσεις είναι κατ' ανάγκη λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστα ειδικά λόγω του ότι είναι ελληνικά. Υπάρχουν ακόμα εξαιρετικές νησίδες επιστημονικής αριστείας στην Ελλάδα, αλλά δημόσια συνήθως προβάλλονται οι ανίδεοι.
Υπάρχουν κάποιες ιδιάζουσες δυσκολίες που ενδημούν στην Ελλάδα, αλλά και σε κάποιες άλλες χώρες σε ένα βαθμό. Τέτοιες δυσκολίες είναι η δημοσίευση πολλών εργασιών χαμηλής ποιότητας (ουκ εν τω πολλώ το ευ), η παρουσία εκατοντάδων συνεδρίων αμελητέας επιστημονικής συνεισφοράς (αποτελούν κυρίως μέσα προβολής μετριότατων καθηγητών και ασύστολης διαφήμισης των τμημάτων πωλήσεων της βιομηχανίας), η εκμετάλλευση νεαρών επιστημόνων από ολίγιστους αδαείς καθηγητές-διευθυντές που απλώς βάζουν το όνομά τους παντού χωρίς ουσιαστική συνεισφορά. Ακόμη, η απουσία σοβαρής συνεργασίας με ιδιωτικούς φορείς πραγματικής καινοτομίας, η υποχρηματοδότηση (ή, ακόμα χειρότερα, η χρηματοδότηση με αναξιοκρατικούς μηχανισμούς), καθώς και οι τροχοπέδες που θέτουν στις καλές/άριστες ερευνητικές ομάδες η κακοδιαχείριση των ιδρυμάτων και η παράδοση των πανεπιστημίων σε κομματικούς λήσταρχους.
Με τόσες δυσκολίες, η τοπική ελληνική επιστημονική παραγωγή υψηλής ποιότητας είναι τελικά προϊόν ηρωικής προσπάθειας. Δεν είναι περίεργο ότι το 90% περίπου των κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων δυστυχώς δεν βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα.