Η Επιστήμη βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια των Ελλήνων
Η Επιστήμη αποτελούσε ανέκαθεν ένα πεδίο συγκρούσεων και διαφωνίας, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις απαρχές και την προέλευσή της.
Η Επιστήμη αποτελούσε ανέκαθεν ένα πεδίο συγκρούσεων και διαφωνίας, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις απαρχές και την προέλευσή της.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Βρετανός λόγιος Richard Livingstone υποστήριξε ότι η Επιστήμη αποτελεί προϊόν της ελληνικής διανόησης:
«Οι Έλληνες είχαν την επιθυμία και τη δύναμη να βλέπουν τον κόσμο όπως είναι. Χάρη σε αυτό το σημαντικό προτέρημα χάρισαν στην Ευρώπη την έννοια της Φιλοσοφίας και της Επιστήμης. Κληρονομήσαμε αυτές τις ιδέες από αυτούς και μόνο.»
Το 1930, ένας άλλος Βρετανός κλασικός, ο John Burnet, προκάλεσε την οργή πολλών ακαδημαϊκών της γενιάς του επαινώντας τους Έλληνες για την επιτυχία τους στην ανακάλυψη της Επιστήμης:
«Σκοπός μου ήταν να δείξω ότι κάτι καινούριο εμφανίστηκε στον κόσμο μαζί με τους πρώτους Έλληνες δασκάλους από το Ιόνιο [από τον έβδομο έως και τον πέμπτο αιώνα π.Κ.Χ.], αυτό που αποκαλούμε σήμερα Επιστήμη, και ότι αυτοί ήταν οι πρώτοι που υπέδειξαν το δρόμο που ακολουθεί η ευρωπαϊκή σκέψη από τότε. Έτσι, μια ακριβής περιγραφή της Επιστήμης είναι ‘να βλέπουμε τον κόσμο με τρόπο ελληνικό’. Αυτός είναι και ο λόγος που η Επιστήμη δεν υπήρξε παρά μόνο σε πληθυσμούς που επηρεάστηκαν από τους Έλληνες.»
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Γερμανός λόγιος Bruno Snell απέδωσε την εφεύρεση της επιστημονικής σκέψης στους Έλληνες, αναζητώντας τα ίχνη της Επιστήμης στην ίδια την ελληνική γλώσσα. Εξήγησε μάλιστα πώς συνέβη αυτό:
«Η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε την πραγματική σχέση μεταξύ του λόγου και της εμφάνισης της Επιστήμης. Σε καμία άλλη γλώσσα δεν αναδύθηκαν επιστημονικές ιδέες απευθείας από τη γλώσσα. Στην Ελλάδα, και μόνο στην Ελλάδα, εμφανίστηκε η θεωρητική σκέψη χωρίς εξωτερικές επιδράσεις και πουθενά αλλού δεν υπήρξε αυτόχθων σχηματισμός επιστημονικών όρων. Όλες οι άλλες γλώσσες είναι παράγωγες. Δανείστηκαν ή μετέφρασαν τους όρους αυτούς, ακολουθώντας πλάγιους δρόμους, από τους Έλληνες. Αποκλειστικά και μόνο με τη βοήθεια των μοναδικών επιτευγμάτων των Ελλήνων κατάφεραν άλλες κοινωνίες να προοδεύσουν πέρα από το δικό τους ρυθμό εννοιολογικής εξέλιξης.»
Ο Ολλανδός ιστορικός της Επιστήμης E. J. Dijksterhuis εξήγησε ότι οι γνώσεις του σήμερα προέρχονται απευθείας από τους Έλληνες. Αυτό πράγματι ισχύει για τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες, όπου «ο Αριστοτέλης, όσο κανένας άλλος Έλληνας και ίσως όσο κανένας άλλος λόγιος σε καμία άλλη εποχή, επικράτησε στην εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης».
Το 1978, ο Arpad Szabo από το Μαθηματικό Ινστιτούτο της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών υπέδειξε ότι οι Έλληνες ίσως δανείστηκαν εν μέρει την επιστημονική γνώση από τους Αιγύπτιους και τους λαούς της Μεσοποταμίας. Παρατήρησε όμως μια διαφορά στην επιστημονική σκέψη των Ελλήνων και την επιστημονική σκέψη των Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων:
«Η βασικότερη διαφορά ανάμεσα στις Επιστήμες των Ελλήνων και τις Επιστήμες της Ανατολής είναι ότι οι πρώτες αποτελούν ένα μεγαλοφυές σύστημα γνώσεων που δομήθηκε σύμφωνα με τη μέθοδο της λογικής αφαίρεσης, ενώ οι δεύτερες δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια συλλογή οδηγιών και γενικευμένων κανόνων που συχνά συνοδεύονται από παραδείγματα και αφορούν στο πώς πρέπει να εκτελούνται ορισμένες μαθηματικές διαδικασίες.»
Ωστόσο, ορισμένοι σύγχρονοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες διέπραξαν ένα είδος λογοκλοπής από τους Αιγυπτίους και τους λαούς της Μεσοποταμίας όσον αφορά τα επιστημονικά επιτεύγματα.
Το 1979, ο καθηγητής Geoffrey Lloyd από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ μίλησε για την επιστημονική συμβολή των Αιγυπτίων, των Βαβυλωνίων και των Ελλήνων:
«Οι Έλληνες σίγουρα δεν ήταν οι πρώτοι που ανέλυσαν τα σύνθετα μαθηματικά, ήταν όμως οι πρώτοι που τα χρησιμοποίησαν και στη συνέχεια τα ανέλυσαν συστηματικά. Δεν ήταν οι πρώτοι που έκαναν προσεκτικές παρατηρήσεις στην Αστρονομία και την Ιατρική. Ήταν απλώς οι πρώτοι που, τελικά, ανέπτυξαν μια αναλυτική έννοια της εμπειρικής έρευνας και αναζήτησαν το ρόλο της στις Φυσικές Επιστήμες. Δεν ήταν οι πρώτοι που έκαναν διάγνωση και αντιμετώπισαν ιατρικά φαινόμενα χωρίς ανάμειξη κάποιας θεότητας ή κάποιου δαιμονικού πνεύματος. Ήταν απλώς οι πρώτοι που προσπάθησαν να αποκλείσουν τη ‘μαγεία’ από την Ιατρική.»
Το συμπέρασμα του Lloyd ήταν ότι η Δυτική Επιστήμη «παρουσιάζει μια συνέχεια προς, και ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι προέρχεται από, την Αρχαία Ελλάδα. Οι Έλληνες έδωσαν στην Επιστήμη το απαραίτητο πλαίσιό της, επιβεβαιώνοντας την πιθανότητα του ερωτήματος και ξεκινώντας τις αντιπαραθέσεις που υπάρχουν μέχρι και σήμερα σχετικά με τους στόχους και τις μεθόδους της.»
Στα τέλη του 1990, μια ομάδα Γάλλων, Ιταλών, Βρετανών και Αμερικανών λόγιων έγραψε έναν οδηγό για την κλασική γνώση τον οποίο ονόμασε «Ελληνική Σκέψη». Στην εισαγωγή του έργου, οι επιμελητές ανέλυσαν την «ασύγκριτη πρωτοτυπία» των Ελλήνων.
Το παρελθόν των Ελλήνων, έγραψαν, είναι το παρελθόν του Δυτικού κόσμου, το δικό μας παρελθόν. Οι Έλληνες μας έθρεψαν με αμέτρητα κείμενα. Με τους Έλληνες «βρισκόμαστε σε πάτρια εδάφη σε έναν μακρινό τόπο, ταξιδεύουμε χωρίς να απομακρυνόμαστε• η σκέψη μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, περνά μέσα από το στοχασμό των Ελλήνων».
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Huffington Post από τον καθηγητή και συγγραφέα Ευάγγελο Βαλλιανάτο.