Αδυναμία πρόσβασης σε θεραπεία για το 70% των ασθενών με λοιμώδη νοσήματα στην Ελλάδα
Δυσκολίες πρόσβασης στο σύστημα υγείας τόσο του γενικού πληθυσμού όσο και των μεταναστών και Ρομά καταγράφει η πρώτη Εθνική Επιδημιολογική Μελέτη των λοιμωδών νοσημάτων ηπατίτιδας Β (HBV), ηπατίτιδας C (HCV) και της HIV λοίμωξης, «Hprolipsis», την οποία οργάνωσε και υλοποίησε η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επιστημονική υπεύθυνη την αναπληρώτρια καθηγήτρια Τουλούμη Γιώτα και σε συνεργασία με όλες τις Ιατρικές Σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις «Γιατροί του Κόσμου» και «PRAKSIS».
Δεύτερο βασικό συμπέρασμα της έρευνας είναι πως πολύ μεγάλο ποσοστό αυτών που είναι φορείς κάποιας μορφής ιογενούς ηπατίτιδας δεν το γνώριζαν (το ποσοστό κυμαίνεται από 64,5% έως 85,7%), όπως επίσης και οι παρανοήσεις που υπάρχουν ως προς τους τρόπους μετάδοσης της ιογενούς ηπατίτιδας και της HIV λοίμωξης και οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε περιθωριοποίηση και στιγματισμό αλλά και στο φόβο εξέτασης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της «Hprolipsis», τα οποία παρουσιάστηκαν εχθές σε ειδική εκδήλωση, μεγάλο ποσοστό και από τους 3 πληθυσμούς (22,5% στο γενικό πληθυσμό, 19,8% στους μετανάστες και 37,3% στους Τσιγγάνους/Ρομά) δήλωσε ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην πρόσβασή του σε ιατρικές εξετάσεις και στη θεραπεία. Εκτός από τους οικονομικούς λόγους, (71%, 36,3% και 74,1% για τους 3 πληθυσμούς αντίστοιχα), που ήταν και οι σημαντικότεροι, φραγμό στην πρόσβαση αποτελούν και ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος υγείας (μεγάλες λίστες αναμονής, μακρινά ραντεβού) και η μη-διευκόλυνση από τους χώρους εργασίας. Για τους Τσιγγάνους/Ρομά, σημαντικό φραγμό αποτελεί η έλλειψη νομιμοποιητικών εγγράφων και κατάλληλης δομής που θα διευκολύνει την έκδοση των εγγράφων. Για τους μετανάστες, η αδυναμία επικοινωνίας λόγω γλώσσας, η έλλειψη νομιμοποιητικών εγγράφων και ο φόβος απέλασης αποτελούν τους σημαντικότερους φραγμούς στην πρόσβαση στην πρόληψη και τη θεραπεία.
Ενώ το επίπεδο γνώσης σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης των διαφόρων μορφών ιογενούς ηπατίτιδας και της HIV λοίμωξης ήταν σχετικά υψηλό στο γενικό πληθυσμό και τους μετανάστες (κυμαίνεται 60-62% για τον γενικό πληθυσμό, 48-63% για τους μετανάστες), υπάρχει και μεγάλο ποσοστό παρανοήσεων και στους 2 πληθυσμούς. Έτσι, 54-59% του γενικού πληθυσμού και 50-62% των μεταναστών πιστεύουν λανθασμένα ότι οι λοιμώξεις αυτές μπορούν να μεταδοθούν είτε με την καθημερινή κοινωνική επαφή, το φιλί, την κοινή χρήση οικιακών σκευών, κοινή χρήση τουαλέτας είτε με το τσίμπημα του κουνουπιού.
Το επίπεδο γνώσεων στους Τσιγγάνους-Ρομά ήταν χαμηλό (35-45%), ενώ τα ποσοστά παρανοήσεων ιδιαίτερα υψηλά (76-78%). Σε όλες τις περιπτώσεις το επίπεδο γνώσεων είναι υψηλότερο σε άτομα υψηλότερου εκπαιδευτικού και κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου. Σύμφωνα με τους ειδικούς, απαιτείται η ανάπτυξη και υλοποίηση κατάλληλων προγραμμάτων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης εστιασμένων ιδιαίτερα σε ευάλωτους πληθυσμούς.
Ο επιπολασμός των μορφών ιογενούς ηπατίτιδας είναι χαμηλός στο γενικό πληθυσμό, ενώ ο σχετικά υψηλός επιπολασμός σε μετανάστες αντανακλά τον υψηλό επιπολασμό των χωρών προέλευσης και ο σχετικά υψηλός επιπολασμός ηπατίτιδας Β σε Τσιγγάνους-Ρομά σχετίζεται με τις κακές συνθήκες διαβίωσης Ο επιπολασμός της HIV λοίμωξης είναι σχετικά χαμηλός τόσο στο γενικό πληθυσμό όσο και στους μετανάστες και τους Τσιγγάνους-Ρομά.
Σε όλους τους πληθυσμούς, πολύ μεγάλο ποσοστό αυτών που είναι φορείς ιογενούς ηπατίτιδας δεν το γνώριζαν (το ποσοστό κυμαίνεται από 64,5% έως 85,7%). Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η έγκαιρη διάγνωση έχει διπλά οφέλη: βελτιώνει τη υγεία των ανθρώπων που ζουν με ιογενείς ηπατίτιδες ή με τον HIV και ταυτόχρονα παρεμποδίζει τη μετάδοσή τους σε άλλα άτομα, γεγονός πολύ σημαντικό για τη δημόσια υγεία. Συνολικά, το ποσοστό των ατόμων που είχαν εξεταστεί στο παρελθόν για κάποιο από τα λοιμώδη αυτά νοσήματα είναι χαμηλό σε όλους τους πληθυσμούς (31%, 39,1% και 20,1% αντίστοιχα). Η πιθανότητα να έχει ελεγχθεί κάποιος ήταν μεγαλύτερη σε άτομα μικρότερης ηλικίας και σε άτομα με υψηλότερο εκπαιδευτικό και κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Η ενημέρωση των πληθυσμών, ιδιαίτερα των ομάδων υψηλού ρίσκου όπως ευάλωτοι πληθυσμοί, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, με ανεπαρκές εισόδημα, και με συμπεριφορές υψηλού κινδύνου για τη μετάδοση σεξουαλικώς και αιματογενώς μεταδιδόμενων νοσημάτων κρίνεται απαραίτητη.