ΦΑΡΜΑΚO

Ψωριασική Αρθρίτιδα: Εξαιρετική ανταπόκριση σε βάθος 4ετίας σε θεραπεία της Celgene

Τα μακροχρόνια αποτελέσματα του προγράμματος κλινικών μελετών PALACE για την απρεμιλάστη, τον από του στόματος εκλεκτικό αναστολέα της φωσφοδιεστεράσης 4 (PDE4), παρουσιάστηκαν στο Ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ρευματολογίας (EULAR 2017) στη Μαδρίτη.

Ψωριασική Αρθρίτιδα: Εξαιρετική ανταπόκριση σε βάθος 4ετίας σε θεραπεία της Celgene

Όπως αναφέρει η Celgene International Sàrl, θυγατρική εταιρεία της Celgene Corporation (NASDAQ: CELG), αποτελέσματα από την ανοιχτή φάση επέκτασης της μελέτης PALACE 1, η οποία αξιολόγησε ασθενείς που έλαβαν 4 έτη θεραπείας με απρεμιλάστη 30 mg (n=123), χρησιμοποιήθηκαν για να εξετάσουν τον έλεγχο της ψωριασικής αρθρίτιδας σε διάφορες παραμέτρους ενεργού φλεγμονής, όπως ο αριθμός των διογκωμένων αρθρώσεων (SJC) και η βελτίωση στη λειτουργικότητα του ασθενούς, σύμφωνα με τον Δείκτη Λειτουργικής Ικανότητας του ερωτηματολογίου αξιολόγησης υγείας (HAQ-DI).

Η ψωριασική αρθρίτιδα είναι μία χρόνια αυτοάνοση διαταραχή που χαρακτηρίζεται από πόνο, δυσκαμψία, οίδημα και ευαισθησία των αρθρώσεων, φλεγμονή συγκεκριμένων συνδέσμων και τενόντων, καθώς και σχετιζόμενη ψωρίαση. Για την επιλογή της θεραπευτικής αντιμετώπισης είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη οι μακροχρόνιες επιδράσεις της θεραπείας. Η ψωριασική αρθρίτιδα, εάν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο στην κινητικότητα και τη σωματική λειτουργία.

Τα αποτελέσματα της PALACE 1 κατέδειξαν ότι οι ασθενείς που συνέχισαν να λαμβάνουν θεραπεία με απρεμιλάστη 30 mg BID (n=123/504), το εγκεκριμένο δηλαδή δοσολογικό σχήμα, παρουσίασαν κλινικά σημαντικές βελτιώσεις ως προς τα σημεία και τα συμπτώματα της ψωριασικής αρθρίτιδας, τη σωματική λειτουργία και τη σχετιζόμενη ψωρίαση κατά την εβδομάδα 208. Σημαντική βελτίωση καταδείχθηκε από τη σύγκριση του ποσοστού ανταπόκρισης ACR20 μεταξύ της εβδομάδας 52, το οποίο ήταν 53,2% (n= 101/190), με εκείνο της εβδομάδας 208 που ήταν 67,5% (n=83/123), (ACR20: βελτίωση κατά 20% στα τροποποιημένα κριτήρια ανταπόκρισης του Αμερικανικού Κολεγίου Ρευματολογίας – μία σύνθετη βαθμολογία πόνου, αναπηρίας και φλεγμονής).

Παράλληλα, αξιολογήθηκε και ο αντίκτυπος στην κόπωση, καθώς οι ασθενείς αναφέρουν την κόπωση ως μια αρνητική επίδραση της νόσου ή και της θεραπείας. Μία βελτίωση στη μέση βαθμολογία της κλίμακας Λειτουργικής Αξιολόγησης της Θεραπείας Χρόνιας Νόσου - Κόπωσης (FACIT-F) παρατηρήθηκε από την εβδομάδα 52 (3,8) έως την εβδομάδα 208 (5,7), ενώ ο πληθυσμός ασθενών παρουσίασε μέση βαθμολογία 35,7, γεγονός το οποίο υποδεικνύει μείωση της κόπωσης.

Στο Ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ρευματολογίας EULAR 2017 παρουσιάστηκαν επίσης τα αποτελέσματα των δεδομένων ασφάλειας από τη θεραπεία με απρεμιλάστη σε βάθος 4ετίας, σε μια ξεχωριστή ανάλυση των μελετών PALACE 1-3.

Ειδικότερα, η συγκεντρωτική ανάλυση αξιολόγησε τη μακροχρόνια ασφάλεια της θεραπείας με απρεμιλάστη 30 mg BID σε ασθενείς με ενεργό ψωριασική αρθρίτιδα, παρά την προηγούμενη λήψη συμβατικών τροποποιητικών της νόσου αντιρρευματικών φαρμάκων (DMARD) ή/και βιολογικών παραγόντων. Η ανάλυση αυτή κατέδειξε ότι η επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών παρέμεινε σταθερή ή μειώθηκε με τη μακροχρόνια έκθεση στην απρεμιλάστη 30 mg BID.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Οι περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ήπιας έως μέτριας βαρύτητας. Κατά τη διάρκεια των πρώτων 52 εβδομάδων της θεραπείας με απρεμιλάστη 30 mg (n=721), οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν σε ποσοστό ≥5% των ασθενών ήταν διάρροια, ναυτία, κεφαλαλγία, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος και ρινοφαρυγγίτιδα (οίδημα των ρινικών διόδων και του οπίσθιου μέρους του φάρυγγα). Τα περισσότερα περιστατικά διάρροιας και ναυτίας αναφέρθηκαν εντός των πρώτων 2 εβδομάδων της θεραπείας και κατά κανόνα υποχώρησαν εντός 4 εβδομάδων.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων 3 ετών παρακολούθησης (εβδομάδες 52-208), η συχνότητα αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών δεν αυξήθηκε με την παρατεταμένη έκθεση στην απρεμιλάστη 30 mg BID. Για τους ασθενείς που λάμβαναν απρεμιλάστη 30 mg BID, η επίπτωση των ανεπιθύμητων ενεργειών που αναφέρθηκαν μεταξύ των εβδομάδων 0-52 σε σύγκριση με την επίπτωση εκείνων που αναφέρθηκαν μεταξύ των εβδομάδων 156-208 (n=401) ήταν: διάρροια (15,5% έναντι 1,0%), ναυτία (15% έναντι 0,7%), λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (8,3% έναντι 5,2%), κεφαλαλγία (10,4% έναντι 1,7%) και ρινοφαρυγγίτιδα (5,7% έναντι 6,5%).

Το ποσοστό των σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν 7% κατά τη διάρκεια της έκθεσης στις εβδομάδες 156 έως 208. Στην πλειονότητά τους αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίστηκαν σε έναν ασθενή η καθεμία, ενώ το ποσοστό διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν 1,7%. Για τις σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες ειδικού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρής ευκαιριακής λοίμωξης, τα ποσοστά που αναφέρθηκαν ήταν πολύ χαμηλά και συγκρίσιμα με εκείνα που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους θεραπείας.