ΦΑΡΜΑΚO

Μελέτη δράσης της ηπαρίνης μικρού μοριακού βάρους, στην αντιμετώπιση θρόμβωσης σε καρκινοπαθείς

Νέες ελπίδες για τους ογκολογικούς ασθενείς δίνει η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα ολοκληρωμένη μελέτη για την αγωγή που αποσκοπεί στη μείωση της υποτροπιάζουσας θρόμβωσης σε καρκινοπαθείς που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό JAMA (The Journal of the American Medical Association).

Μελέτη δράσης της ηπαρίνης μικρού μοριακού βάρους, στην αντιμετώπιση θρόμβωσης σε καρκινοπαθείς

Η μελέτη κατέδειξε ότι το innohep® μείωσε τον κίνδυνο της φλεβικής θρομβοεμβολής (VTE) σε σύγκριση με τη βαρφαρίνη, με σημαντική μείωση της συμπτωματικής εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και των κλινικώς σημαντικών μη μείζονων αιμορραγιών σε καρκινοπαθείς με συμπτωματικά φλεβικά θρομβοεμβολικά επεισόδια.

Η θρόμβωση αποτελεί κύρια αιτία θανάτου στους καρκινοπαθείς. Περίπου 1 στους 10 καρκινοπαθείς καταλήγει λόγω συμβάντος που σχετίζεται με την εμφάνιση θρόμβου.

Ο Kim Kjoeller, Αντιπρόεδρος της LEO Pharma δήλωσε: "Οι καρκινοπαθείς με VTE έχουν σημαντικό κίνδυνο εμφάνισης θρόμβωσης και η βέλτιστη αγωγή, προκειμένου να αποφευχθούν οι υποτροπές, είναι ζωτικής σημασίας. Για εμάς στη LEO Pharma, η εξέλιξη της γνώσης στο πεδίο αυτό έχει επομένως υψηλή προτεραιότητα. Ευελπιστούμε ότι τα αποτελέσματα της μελέτης CATCH θα συμβάλουν στην περαιτέρω βελτίωση της αντιμετώπισης των θρόμβων στους καρκινοπαθείς".

Παρά την ύπαρξη κατευθυντήριων οδηγιών κλινικής πρακτικής, με τις οποίες συνιστάται η χρήση ηπαρινών μικρού μοριακού βάρους (LMWH) όπως το innohep®, η αγωγή με βαρφαρίνη παραμένει διεθνώς η συχνότερα εφαρμοζόμενη αντιπηκτική θεραπεία σε καρκινοπαθείς με υποτροπιάζουσα VTE3. Η μελέτη CATCH που χρηματοδοτήθηκε από την LEO Pharma υποστηρίζει τα προηγούμενα ευρήματα και τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες .

Η μελέτη CATCH είναι μια διεθνής, κρυφή, τυχαιοποιημένη, ενεργά ελεγχόμενη, ανοικτή δοκιμή φάσης III, με τυφλή αξιολόγηση. Στη μελέτη εντάχθηκαν 900 καρκινοπαθείς από την Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία και τη Βόρειο και Νότιο Αμερική. Από αυτούς, 449 ασθενείς έλαβαν αγωγή με τινζαπαρίνη (innohep®) και 451 με βαρφαρίνη, επί 180 ημέρες. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ποσοστό 7,2% των ασθενών που ελάμβαναν innohep® εκδήλωσαν υποτροπιάζουσα θρόμβωση, έναντι 10,5% των ασθενών που ελάμβαναν βαρφαρίνη.

Η Δρ. Agnes Lee, MD, του University of British Columbia και του Vancouver Coastal Health του Καναδά, κύρια ερευνήτρια της μελέτης CATCH, σχολίασε: "Η παρούσα διεθνής μελέτη ενισχύει τις κατευθυντήριες οδηγίες κλινικής πρακτικής υπέρ της χρήσης ηπαρινών μικρού μοριακού βάρους αντί της βαρφαρίνης για την πρόληψη της υποτροπής των θρομβώσεων στους εν λόγω ασθενείς. Τα ευρήματά μας αποτελούν και την πρώτη ένδειξη για άλλα σημαντικά ζητήματα σχετικά με αυτόν τον πληθυσμό υψηλού κινδύνου, όπως η ταυτοποίηση βιολογικών δεικτών που μπορεί να προβλέψουν τον αυξημένο κίνδυνο υποτροπιάζουσας θρόμβωσης, την ποιότητα ζωής και τις οικονομικές παραμέτρους της διαχείρισης αυτών των ασθενών".

Σχετικά με τη θρόμβωση που συνδέεται με τον καρκίνο

Για τον γενικό πληθυσμό, η τυπική αγωγή της οξείας VTE συνίσταται στην αρχική θεραπεία με LMWH, που ακολουθείται από μακροπρόθεσμη αγωγή (επί 3-6 μήνες) με έναν από του στόματος ανταγωνιστή της βιταμίνης K (VKA). Αν και αυτή η προσέγγιση μπορεί να φανεί αποτελεσματική για πολλούς ασθενείς, οι καρκινοπαθείς εκδηλώνουν ουσιώδη κίνδυνο υποτροπής της VTE. Διάφορες μελέτες αναφέρουν επίπτωση της υποτροπιάζουσας VTE μέχρι και σε ποσοστό 20% των καρκινοπαθών. Ωστόσο, οι μελέτες σχετικά με τον τρόπο ανίχνευσης και θεραπείας των ασθενών που κινδυνεύουν από την υποτροπιάζουσα VTE είναι σπάνιες. Επιπλέον, η συχνή παρακολούθηση και οι προσαρμογές της δοσολογίας που απαιτούνται για την αγωγή με VKA επηρεάζουν δυσμενώς την ποιότητα της ζωής των ασθενών.

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που ισχύουν στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική, συνιστάται η μακροχρόνια αγωγή της συμπτωματικής VTE σε όλους τους καρκινοπαθείς. Ο κύριος θεραπευτικός στόχος είναι η μείωση της υποτροπής των θρομβώσεων, συμπεριλαμβανομένης της θανατηφόρου και της μη θανατηφόρου πνευμονικής εμβολής (PE).

Σχετικά με τη LEO Pharma

Η εταιρεία LEO Pharma ιδρύθηκε το 1908 και είναι μια ανεξάρτητη φαρμακευτική εταιρεία βασιζόμενη στην έρευνα. Η LEO Pharma αναπτύσσει, παρασκευάζει και προωθεί στην αγορά φαρμακευτικά σκευάσματα που απευθύνονται σε ασθενείς με δερματολογικά προβλήματα και προβλήματα θρόμβωσης, σε περισσότερες από 100 χώρες παγκοσμίως. Η εταιρεία διαθέτει το δικό της δυναμικό πωλήσεων σε 61 χώρες και απασχολεί περίπου 4.800 υπαλλήλους διεθνώς. Η LEO Pharma έχει την έδρα της στη Δανία και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Ίδρυμα "LEO Foundation".