Το πρώτο εμβόλιο για τον δάγκειο πυρετό
Μία ομάδα ερευνητών με επικεφαλής την δρα Μαρία Ροσάριο Καπέντινγκ από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Τροπικής Ιατρικής στις Φιλιππίνες, υποστηρίζουν ότι ανέπτυξαν το πρώτο εμβόλιο για τον δάγκειο πυρετό.
Μάλιστα, όπως δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση «The Lancet», το νέο εμβόλιο φαίνεται να είναι αποτελεσματικό σε κλινικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας, καθώς ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των παιδιών που έλαβαν το εμβόλιο, προστατεύθηκε από τη νόσο.
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές από πέντε κέντρα της Ασίας χορήγησαν το εμβόλιο σε 6.000 παιδιά ηλικίας δύο ως 14 ετών.
Στο τέλος της μελέτης που διήρκεσε δύο έτη, ποσοστό της τάξεως του 56% των παιδιών φάνηκε να έχει προστατευθεί από τον δάγκειο πυρετό.
Μάλιστα, το εμβόλιο ήταν πιο αποτελεσματικό σε παιδιά με συγκεκριμένους υπότυπους του ιού καθώς και σε όσα είχαν εκτεθεί στον ιό στο παρελθόν.
Συγχρόνως η αποτελεσματικότητά του ήταν μεγαλύτερη σε ό,τι αφορούσε σοβαρές μορφές της νόσου, μειώνοντας τον αριθμό των ασθενών που χρειάζονταν νοσηλεία και προλαμβάνοντας το 80% των περιπτώσεων αιμορραγικού πυρετού – πρόκειται για μια εν δυνάμει θανατηφόρα επιπλοκή της νόσου.
«Με δεδομένο ότι ο δάγκειος πυρετός αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας στις περισσότερες ασιατικές χώρες και όχι μόνο, τα νέα ευρήματα αναμένεται να έχουν τεράστια επίδραση στην υγεία του πληθυσμού. Η μείωση εμφάνισης δάγκειου πυρετού κατά 56% μπορεί να φαίνεται μέτρια αλλά είναι δυνατόν να μεταφραστεί σε τεράστια οφέλη για τις χώρες που πλήττονται από τη νόσο», σχολιάζει η επικεφαλής της μελέτης.
Ωστόσο, ο καθηγητής Μάρτιν Χίμπερντ από τη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου που δεν συμμετείχε στη μελέτη, δηλώνει απογοητευμένος που η αποτελεσματικότητά του δεν ξεπερνά το 56%.
«Ο στόχος αυτός είναι πολύ χαμηλότερος από εκείνους που θέτουμε συνήθως σε ό,τι αφορά τα εμβόλια. Σε κάθε περίπτωση το συγκεκριμένο ποσοστό αποτελεσματικότητας είναι το καλύτερο που έχουμε δει ως σήμερα και την ίδια στιγμή πολλά κράτη επενδύουν τεράστια χρηματικά ποσά προσπαθώντας να σταματήσουν την εξάπλωση της νόσου», συμπληρώνοντας ότι τα άτομα που το λαμβάνουν θα πρέπει να παρακολουθούνται επί τουλάχιστον πέντε έτη προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι αυτό παραμένει αποτελεσματικό και ασφαλές.