Mυελοΐνωση: Νέα ελπιδοφόρα δεδομένα δείχνει κλινική μελέτη
Νέα δεδομένα από τη μεγαλύτερη κλινική μελέτη σε ασθενείς με μυελοΐνωση που έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib (Jakavi®) ανακοινώθηκαν στο 56ο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρείας (ASH) στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας, υποστηρίζοντας την αποτελεσματικότητα και το προφίλ ασφαλείας του σκευάσματος.
Σε μια ανάλυση 1.144 ασθενών που έχουν ενταχθεί σε θεραπεία με ruxolitinib έως σήμερα στο πλαίσιο αυτής της μελέτης διευρυμένης πρόσβασης, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, το 69% των ασθενών πέτυχε μείωση μεγαλύτερη ή ίση με 50% στο μέγεθος του σπλήνα σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές, ενώ παρουσίασε μια κλινικώς σημαντική βελτίωση στη βαθμολογία συμπτωμάτων για τη μυελοΐνωση – δύο σημαντικοί θεραπευτικοί στόχοι για τους πάσχοντες από μυελοΐνωση.
«Τα έως τώρα δεδομένα της μελέτης JUMP ενισχύουν τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει το ruxolitinib στην θεραπεία της μυελοΐνωσης, μιας απειλητικής για τη ζωή και εξαντλητικής αιματολογικής κακοήθειας με περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές,» δήλωσε η Δρ. Haifa Kathrin Al-Ali, από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας στη Γερμανία. «Τα αποτελέσματα αυτά αναδεικνύουν την πραγματική εμπειρία περισσότερων από 1.000 ασθενών με τη νόσο, ενώ επιβεβαιώνουν περαιτέρω την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του ruxolitinib ως μίας σημαντικής θεραπείας για την μυελοΐνωση.»
Περισσότερες από 50 παρουσιάσεις έγιναν στο ASH για το ruxolitinib, συμπεριλαμβανομένων τριών προφορικών παρουσιάσεων που διερεύνησαν συνδυασμούς του ruxolitinib με διάφορα ερευνητικά σκευάσματα, αξιολογώντας τη δυνατότητα ταυτόχρονης στόχευσης πολλαπλών καρκινικών μονοπατιών που ενδέχεται να εμπλέκονται στην παθογένεση της μυελοΐνωσης.
Για τη μελέτη JUMP
Η μελέτη JUMP αποτελεί μία μελέτη διευρυμένης πρόσβασης Φάσης IIIb, για χώρες δίχως δυνατότητα πρόσβασης στο ruxolitinib εκτός κλινικών μελετών. Η ανοικτή, πολυκεντρική μελέτη ανέλυσε 1.144 πάσχοντες από μυελοϊνωση, οι οποίοι λάμβαναν εναρκτήριες δόσεις των 5, 15 ή 20 mg ruxolitinib δύο φορές την ημέρα, βάσει των επιπέδων των αιμοπεταλίων στην αρχική μέτρηση. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η αξιολόγηση της ασφάλειας και της ανεκτικότητας του ruxolitinib. Έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2014, 2.138 ασθενείς είχαν ενταχθεί σε περισσότερα από 200 κέντρα σε 25 χώρες, και η τελική ανάλυση των δεδομένων θα γίνει αφού όλοι οι ασθενείς συμπληρώσουν 24 μήνες θεραπείας ή διακόψουν τη θεραπεία λόγω εμπορικής διαθεσιμότητας.
Συνολικά, το προφίλ ασφαλείας και αποτελεσματικότητας του ruxolitinib ήταν συνεπές με τις προγενέστερες μελέτες. Οι πιο συχνές αιματολογικές ανεπιθύμητες ενέργειες (AE) Βαθμού 3 ή 4 ήταν αναιμία (33%) και θρομβοκυτταροπενία (12,5%). Ωστόσο, σπανίως οδήγησαν σε διακοπή της θεραπείας. Οι πιο συχνές μη αιματολογικές ΑΕ ήταν διάρροια (14,5%), πυρετός (13,3%), κόπωση (12,9%) και αδυναμία (12,5%), οι οποίες ήταν πρωτίστως Βαθμού 1 ή 2.
Επίσης στο ASH: Πρωτοποριακή Έρευνα Ασθενών και Γιατρών για τα ΜΥΝ
Στο ίδιο συνέδριο παρουσιάσθηκαν ξεχωριστά για πρώτη φορά αποτελέσματα της νέας έρευνας σε γιατρούς και ασθενείς για τα μυελοϋπερπλαστικά νεοπλάσματα (ΜΥΝ), μία ομάδα σχετιζόμενων αιματολογικών κακοηθειών που συμπεριλαμβάνουν τη μυελοίνωση. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση των συμπτωμάτων και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών αποτελούν ουσιαστικούς στόχους στη διαχείριση της νόσου, προκειμένου να βελτιωθεί η γενική υγεία των πασχόντων από μυελοΐνωση.
Το 81% των ασθενών με μυελοΐνωση που συμμετείχαν ανέφεραν ότι τα σχετιζόμενα με την ασθένειά τους συμπτώματα μειώνουν την ποιότητα ζωής τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών (81%) ανέφεραν επίσης πως η κόπωση ήταν το πιο σοβαρό και συχνό σύμπτωμα που βίωναν. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες γιατρούς, η κόπωση, καθώς και το άλγος και ο πόνος στην κοιλιακή χώρα, έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών με μυελοΐνωση. Συγκεκριμένα, τόσο οι ασθενείς όσο και οι γιατροί συμφώνησαν ότι η κόπωση αποτελεί το πιο επείγον σύμπτωμα που θα ήθελαν να αντιμετωπίσουν οι πάσχοντες από μυελοΐνωση.
Η έρευνα, με την ονομασία MPN Landmark Survey, αποτελεί την πρώτη μεγάλη δημοσκόπηση που διεξήχθη στις ΗΠΑ, στην οποία συμμετείχαν τόσο οι θεράποντες γιατροί, όσο και οι ασθενείς που αντιμετωπίζουν ένα από τα τρία ΜΥΝ, συμπεριλαμβανομένης της μυελοΐνωσης (MF), της αληθούς πολυκυτταραιμίας (PV) και της ιδιοπαθούς θρομβοκυτταραιμίας (ΕΤ). Στη έρευνα, που διεξήχθη μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 2014, συμμετείχαν 457 γιατροί και 813 ασθενείς (MF = 207, PV = 380, ET = 226), οι οποίοι συμπλήρωσαν ένα διαδικτυακό ερωτηματολόγιο των 59 έως 65 ερωτήσεων (αναλόγως με το ΜΥΝ). Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν για τον συνολικό αντίκτυπο της νόσου και των συμπτωμάτων στην ποιότητα ζωής, την παραγωγικότητα και τις καθημερινές δραστηριότητες.
Σχετικά με τη μυελοΐνωση
Η μυελοΐνωση είναι μία σπάνια, απειλητική για τη ζωή αιματολογική κακοήθεια, που υπολογίζεται ότι προσβάλλει περίπου 1 ανά 133.000 ανθρώπους. Η νόσος αναπτύσσεται όταν η ανεξέλεγκτη σηματοδότηση του μονοπατιού JAK που ρυθμίζει την παραγωγή των κυττάρων του αίματος, αναγκάζει τον οργανισμό να παράγει κύτταρα αίματος που δεν λειτουργούν σωστά, γεγονός που οδηγεί σε αλλοιώσεις του μυελού των οστών, διόγκωση του σπλήνα, καθώς και σε άλλες σοβαρές επιπλοκές και εξαντλητικά συμπτώματα.
Μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς με μυελοΐνωση έχουν μικρό προσδόκιμο επιβίωσης, με διάμεση συνολική επιβίωση τα 5,7 έτη. Αν και η αλλογενής μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων ενδέχεται να θεραπεύσει τη νόσο, η διαδικασία σχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα, και είναι κατάλληλη για λιγότερους από το 5% των ασθενών οι οποίοι είναι νέοι και με επαρκή φυσική κατάσταση ώστε να υποβληθούν σε αυτή. Οι υπάρχουσες θεραπευτικές προσεγγίσεις για τη μυελοΐνωση στοχεύουν στη μείωση του μεγέθους του σπλήνα, την άμβλυνση των συμπτωμάτων, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την μείωση του κινδύνου επιπλοκών.
Για το ruxolitinib
Το ruxolitinib (Jakavi) είναι ένας από του στόματος αναστολέας των κινασών της τυροσίνης JAK 1 και JAK 2. Εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Αύγουστο του 2012 για τη θεραπεία της σχετικής με τη νόσο σπληνομεγαλίας ή συμπτωμάτων, σε ενήλικες ασθενείς με πρωτοπαθή μυελοΐνωση (επίσης γνωστή ως χρόνια ιδιοπαθής μυελοΐνωση), μυελοΐνωση μετά από αληθή πολυκυτταραιμία ή μυελοΐνωση μετά από ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση. Το ruxolitinib είναι εγκεκριμένο σε περισσότερες από 70 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Καναδά, της Ιαπωνίας και ορισμένων κρατών της Ασίας, της Λατινικής και της Νότιας Αμερικής.