ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Γιαούρτι αμυγδάλου: Πόσο θρεπτικό είναι;

Σινάνη Αικατερίνη

Για όσους αποφεύγουν τις ζωικές πρωτεΐνες, υπάρχει πλέον μια ποικιλία από γιαούρτια φυτικής προέλευσης από αμύγδαλα, καρύδα, βρόμη και κάσιους.

Γιαούρτι αμυγδάλου: Πόσο θρεπτικό είναι;

Πώς ξέρετε ποιο γιαούρτι φυτικής προέλευσης είναι η κατάλληλη επιλογή για εσάς;

Εξαρτάται από το τι θέλετε να αποκομίσετε από το προϊόν που καταναλώνετε, λένε οι ειδικοί.

Τα γιαούρτια από γάλα βρόμης και αμυγδάλου φαίνεται να είναι τα πιο συγκρίσιμα με τα γιαούρτια από ζωικό γάλα όσον αφορά την ενέργεια και τη θρεπτική πυκνότητα, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.

Η ίδια μελέτη διαπίστωσε ότι τα φυτικά γιαούρτια περιέχουν γενικά λιγότερη πρωτεΐνη, ασβέστιο και κάλιο από τα παραδοσιακά ζωικά γιαούρτια.

Όμως, τα γιαούρτια φυτικής προέλευσης, έχουν συνήθως λιγότερη ζάχαρη και αλάτι και παρέχουν φυτικές ίνες, κάτι που δεν ισχύει για το κλασικό γιαούρτι.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα εργαλείο που ονομάζεται Nutrient Rich Foods (NRF) Index για να συγκρίνουν τα θρεπτικά προφίλ 600 και πλέον διαφορετικών γιαουρτιών που διατίθενται στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το εργαλείο αυτό δίνει μια βαθμολογία σε κάθε γιαούρτι, η οποία βοηθά στην κατάταξη των προϊόντων με βάση τη θρεπτική τους πυκνότητα.

Τα γιαούρτια κατατάχθηκαν με βάση τη θρεπτική τους πυκνότητα με την ακόλουθη σειρά: αμύγδαλο, βρόμη, γαλακτοκομικά με χαμηλά και καθόλου λιπαρά, γαλακτοκομικά με πλήρη λιπαρά, κάσιους και καρύδα.

Αντί να βρουν «το καλύτερο» γιαούρτι φυτικής προέλευσης, στόχος των ερευνητών ήταν να συγκρίνουν τα διατροφικά προφίλ εκατοντάδων προϊόντων γιαουρτιού.

Επικεντρώθηκαν στη ζάχαρη, το αλάτι, τις φυτικές ίνες, τα κορεσμένα λιπαρά, το ασβέστιο, την πρωτεΐνη, τον σίδηρο, το κάλιο και τη βιταμίνη D.

«Αν είχαμε επιλέξει διαφορετικά θρεπτικά συστατικά, θα βλέπαμε διαφορετικά αποτελέσματα, οπότε το να πούμε ότι κάτι είναι πιο θρεπτικό, είναι λίγο έξω από τον στόχο της μελέτης», δήλωσε η Alissa A. Nolden, PhD, συν-συγγραφέας της μελέτης και επίκουρη καθηγήτρια στην επιστήμη των τροφίμων στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης.

«Αλλά αν προσπαθείτε να βρείτε ένα πλήρες αντίγραφο του διατροφικού προφίλ του ζωικού γιαουρτιού, το γιαούρτι βρόμης και το γιαούρτι αμυγδάλου θα ήταν καλές επιλογές», πρόσθεσε.

Το γιαούρτι καρύδας κατατάχθηκε στη χαμηλότερη θέση σύμφωνα με το δείκτη NFR, πιθανότατα επειδή περιέχει χαμηλές ποσότητες πρωτεϊνών και υψηλές ποσότητες κορεσμένων λιπαρών.

Παρόλο που τα γιαούρτια αμυγδάλου και βρόμης κατέλαβαν την υψηλότερη θέση στη μελέτη, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές είναι οι μόνες επιλογές που πρέπει να εξετάζουν οι άνθρωποι όταν αποφασίζουν ποια γαλακτοκομικά θα καταναλώσουν.

«Το φαγητό είναι πραγματικά συνδεδεμένο με τα συναισθήματα και δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς κακό στα συγκεκριμένα γιαούρτια», δήλωσε η Colleen Tewksbury, επίκουρη καθηγήτρια στην επιστήμη της διατροφής στη Νοσηλευτική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια.

Η τιμή, τα ζητήματα βιωσιμότητας, οι ανησυχίες για την υγεία και οι γευστικές προτιμήσεις, αποτελούν παράγοντες που καθορίζουν τις επιλογές.

Για κάποιον που θέλει να αποφύγει τα ζωικά προϊόντα, τα γιαούρτια φυτικής προέλευσης θα ήταν η μόνη επιλογή. Κάποιος που ανησυχεί όμως για την πρόσληψη πρωτεΐνης, πρέπει να γνωρίζει ότι τα γιαούρτια φυτικής προέλευσης περιέχουν συνήθως λιγότερη πρωτεΐνη από τα ζωικά.

Πολλοί καταναλώνουν ζωικά γιαούρτια για τα προβιοτικά, τα οποία πιστεύεται ότι έχουν πολλά οφέλη για την υγεία του εντέρου και ενισχύουν την ανοσία.

Μελέτη του 2021 που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nutrients διαπίστωσε ότι τα γιαούρτια φυτικής προέλευσης, όπως και τα αντίστοιχα ζωικά, περιέχουν μια ποικιλία προβιοτικών.

Παρόλο που τα προβιοτικά μπορεί να μην επιβιώνουν σε μεγάλο βαθμό στα γιαούρτια φυτικής προέλευσης, υποστηρίζουν σε ένα βαθμό το μικροβίωμα του εντέρου.

Όπως και τα γιαούρτια με βάση το ζωικό γάλα, έτσι και τα γιαούρτια με βάση τα φυτά δημιουργούνται με τη χρήση «καλών βακτηρίων» κατά τη διάρκεια της ζύμωσης.

«Ο τύπος των βακτηρίων που χρησιμοποιούνται και η ποσότητα επηρεάζουν τη γεύση του προϊόντος. Το καθένα μπορεί να έχει διαφορετικό πιθανό όφελος για την υγεία του εντέρου, αλλά επειδή πολλοί άνθρωποι δεν καταναλώνουν πολλά προβιοτικά, κάθε επιπλέον κατανάλωση θα μπορούσε να είναι δυνητικά χρήσιμη για τους περισσότερους», λένε οι επιστήμονες.

Πηγή: VerywellHealth