Σύνδρομο Conn: Τι είναι και γιατί αυξάνει τον κίνδυνο λοίμωξης Covid-19
Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός (γνωστός ως σύνδρομο Conn) προκύπτει από την υπερπαραγωγή αλδοστερόνης λόγω ανάπτυξης αδενώματος στα επινεφρίδια που προκαλεί την έκκριση της συγκεκριμένης ορμόνης σε μεγαλύτερη ποσότητα από τη φυσιολογική
Η πάθηση οδηγεί σε αρτηριακή υπέρταση και υποκαλιαιμία η οποία συνήθως διαγιγνώσκεται καθυστερημένα. Έχει, όμως, σοβαρές καρδιομεταβολικές επιπτώσεις, όπως εγκεφαλικά επεισόδια και σακχαρώδη διαβήτη.
Οι ασθενείς με πρωτοπαθή αλδοστερονισμό θα πρέπει να θεωρούνται ως ομάδα υψηλού κινδύνου για μόλυνση από τον SARS-CoV-2.
Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Journal of the Endocrine Society, η υπερβολική παραγωγή αλδοστερόνης, μιας ορμόνης που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια για τον έλεγχο της ισορροπίας υγρών και ηλεκτρολυτών του σώματος, αποτελεί παράγοντα καθορισμού της πορείας της λοίμωξης.
Ρόλο φαίνεται να παίζει η εμπλοκή του συστήματος των ορμονών ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης και στις δύο παθήσεις.
Όπως και ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, η COVID-19 επίσης προκαλεί νοσηρότητα και θνησιμότητα, λόγω καρδιοαγγειακών επιπλοκών.
Επιστήμονες διεξήγαγαν τη μελέτη Primary Aldosteronism and COVID-19-related Management, Disease Severity and Outcomes/COVID-19 για να ανακαλύψουν πώς αλληλεπιδρούν οι δύο παθήσεις, αξιολογώντας τoν πρωτοπαθή αλδοστερονισμό ως παράγοντα κινδύνου για λοίμωξη από τον εν λόγω κορονοϊό και συγκρίνοντας τη διαχείριση, τη σοβαρότητα της νόσου και τα αποτελέσματα κατά τη διάρκεια της νόσησης από COVID-19 με έναν πληθυσμό υπερτασικών ασθενών παρόμοιου προφίλ, που η αρτηριακή πίεση δεν οφειλόταν σε κάποια πάθηση, αλλά σε κληρονομικότητα, παχυσαρκία ή ανθυγιεινή διατροφή (ιδιοπαθής).
Από τους ασθενείς με πρωτοπαθή αλδοστερονισμό, οι 81 είχαν αρνητική εξέταση PCR για COVID-19, ενώ οι 43 θετική. Τα περισσότερα άτομα που είχαν μολυνθεί από κορωνοϊό ήταν γυναίκες. Οι ερευνητές βρήκαν, επίσης, ότι η αλδοστερόνη ούρων 24ώρου κατά την αρχική διάγνωση της COVID-19 έτεινε να είναι υψηλότερη σε ασθενείς με αλδοστερονισμό και κορoνοϊό, σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2. Επομένως, τα επίπεδα της ορμόνης αποτελούν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα της λοίμωξης.
Μεταξύ των ασθενών με SARS-CoV-2, εκείνοι με πρωτοπαθή αλδοστερονισμό είχαν σημαντικά υψηλότερη επίπτωση καρδιαγγειακών επιπλοκών, συγκριτικά με όσους είχαν υπέρταση από άλλη αιτία.
Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι οι συγκεκριμένοι ασθενείς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιαγγειακά προβλήματα, απ’ ότι όσοι δεν έχουν τη συγκεκριμένη πάθηση των επινεφριδίων και ακόμα περισσότερο από τους υγιείς.
Ανεξάρτητα από την πιθανότητα προσβολής από τον SARS-CoV-2 και την εξέλιξη της νόσησης, ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός οδηγεί σε υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής βλάβης και χειρότερη πρόγνωση από τους ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση.