ΥΓΕΙΑ

Ρευματοειδής αρθρίτιδα: Γιατί τα οιστρογόνα προκαλούν υποχώρηση των συμπτωμάτων

Μεγάλη μελέτη σε γυναίκες με ρευματοειδή αρθρίτιδα διαπίστωσε ότι όσες λάμβαναν από του στόματος αντισυλληπτικά ή ακολουθούσαν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT), είχαν περισσότερες πιθανότητες να δουν τα συμπτώματα να υποχωρούν.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα: Γιατί τα οιστρογόνα προκαλούν υποχώρηση των συμπτωμάτων

Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας, έκαναν τη σύνδεση μεταξύ της ύφεσης των συμπτωμάτων, της αναπαραγωγικής κατάστασης και της χρήσης των ορμονών φύλου, αφού αξιολόγησαν δεδομένα από 4.474 γυναίκες ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που έλαβαν θεραπεία με το αντιφλεγμονώδες φάρμακο Tocilizumab και άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.

Η μελέτη αποκάλυψε τα εξής:

- Οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (που εξακολουθούν να έχουν κανονικό έμμηνο κύκλο) ανέφεραν λιγότερα συμπτώματα ρευματοειδούς αρθρίτιδας από τις γυναίκες που ήταν στο στάδιο της περιεμμηνόπαυσης (είχαν ακανόνιστες ή σπάνιες περιόδους) ή τις μετεμμηνόπαυσης.

- Οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που ακολουθούσαν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης ή λάμβαναν από του στόματος αντισυλληπτικά σε συνδυασμό με τα φάρμακα που συνταγογραφούνται για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, είχαν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα ύφεσης των συμπτωμάτων.

- Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, που αποτελούν το 63% του δείγματος της μελέτης, εκ των οποίων μόνο το 8% ακολουθούσαν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, είχαν λιγότερες πιθανότητες να δουν τα συμπτώματα της ΡΑ να υποχωρούν συγκριτικά με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι τα οιστρογόνα θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της κατάστασης των γυναικών που λαμβάνουν συνταγογροαφούμενα φάρμακα για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Τα ποσοστά ύφεσης ήταν υψηλότερα σε κάποιες ομάδες γυναικών που ακολουθούσαν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης ή έπαιρναν αντισυλληπτικά παράλληλα με τα φάρμακα για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Στην πραγματικότητα, η ύφεση της ΡΑ ήταν διπλάσια στις περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

«Εξετάσαμε εάν οι γυναίκες που λάμβαναν από του στόματος αντισυλληπτικά ή ακολουθούσαν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης είχαν διαφορετική εξέλιξη όταν έλαβαν φάρμακα για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Διαπιστώσαμε ότι οι γυναίκες που εισήλθαν στην εμμηνόπαυση και δεν έπαιρναν ορμόνες ή αντισυλληπτικά είχαν λιγότερες πιθανότητες να επιτύχουν ύφεση συγκριτικά με τις γυναίκες με ρευματοειδή αρθρίτιδα που εξακολουθούσαν να έχουν κανονικό έμμηνο κύκλο», λέει ο επικεφαλής της έρευνας, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας, Michael Wiese.

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια αυτοάνοση φλεγμονώδης πάθηση που προσβάλλει τις γυναίκες κάτω των 50 ετών τέσσερις φορές περισσότερο από τους άνδρες αντίστοιχης ηλικίας και δύο φορές περισσότερο τις γυναίκες άνω των 60 ετών.

Συγκριτικά με τους άνδρες, η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι πιο επιθετική στις γυναίκες, ενώ και η πρόγνωση είναι χειρότερη.

«Η πιο κρίσιμη ηλικία εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας στις γυναίκες είναι τα 45-55 έτη, όταν δηλαδή μειώνονται και τα οιστρογόνα, καθώς οι γυναίκες εισέρχονται σε μια περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο. Επιπλέον, κατά την έναρξη της εμμηνόπαυσης υπάρχει μια αύξηση στις προφλεγμονώδεις πρωτεΐνες».

Η πρώιμη εμμηνόπαυση, ή η εμμηνόπαυση που εμφανίζεται σε γυναίκες κάτω των 45 ετών, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ρευματοειδούς αρθρίτιδας και η συχνότητα εμφάνισης αυξάνεται επίσης απότομα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Αντίθετα, οι νεότερες γυναίκες με ρευματοειδή αρθρίτιδα που μένουν έγκυες, παρουσιάζουν μείωση της φλεγμονώδους δραστηριότητας κατά 50%.

Η απόφαση να ακολουθήσει μια γυναίκα θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, είναι πολύπλοκη, γιατί βελτιώνει μεν τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, αλλά μπορεί να τροποποιήσει τον κίνδυνο ορισμένων μορφών καρκίνου και καρδιαγγειακών παθήσεων.

Η νέα μελέτη δείχνει ότι θα μπορούσε να είναι ωφέλιμη για τις γυναίκες με ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλλά η απόφαση απαιτεί μια εις βάθος συζήτηση με έναν γενικό ιατρό, καθώς κάθε γυναίκα έχει διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Rheumatology.