ΥΓΕΙΑ

Σύλληψη μετά από αποβολή ή ιατρικώς επαγόμενη άμβλωση: Πόσο διάστημα πρέπει να μεσολαβήσει

Η σύλληψη εντός τριών μηνών μετά την αποβολή ή την προκαλούμενη άμβλωση δεν φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για δυσμενή έκβαση της εγκυμοσύνης, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.

Σύλληψη μετά από αποβολή ή ιατρικώς επαγόμενη άμβλωση: Πόσο διάστημα πρέπει να μεσολαβήσει

Ο Gizachew A. Tessema από το Πανεπιστήμιο Curtin στο Περθ της Αυστραλίας και οι συνεργάτες του, μελέτησαν δεδομένα για 49.058 γεννήσεις μετά από προηγούμενη αποβολή και 23.707 γεννήσεις μετά από προηγούμενη άμβλωση μεταξύ 2008 και 2016 στη Νορβηγία.

Οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση του διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ των κυήσεων και έξι προβλημάτων της εγκυμοσύνης.

Διαπίστωσαν ότι οι γεννήσεις, όταν είχε μεσολαβήσει διάστημα μικρότερο των τριών μηνών και 3-5 μήνες μετά από αποβολή, συνδέονταν με χαμηλότερο κίνδυνο μικρών για την ηλικία κύησης μωρών (ενδοδμήτριας υπολειπόμενης ανάπτυξης) από εκείνες στις οποίες είχε μεσολαβήσει διάστημα 6-11 μηνών μεταξύ των δύο κυήσεων.

Ο κίνδυνος ανάπτυξης διαβήτη κύησης ήταν επίσης χαμηλότερος όταν το μεσοδιάστημα ήταν μικρότερο από τρεις μήνες μετά από αποβολή σε σύγκριση με το μεσοδιάστημα 6-11 μηνών.

Για γεννήσεις μετά από ιατρικά επαγόμενη άμβλωση, το μεσοδιάστημα κάτω των τριών μηνών, συσχετίστηκε με μη σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ενδοδμήτριας υπολειπόμενης ανάπτυξης, ενώ ο κίνδυνος για μεγάλα για την ηλικία κύησης μωρά, ήταν χαμηλότερος για όσες το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο κυήσεις ήταν 3-5 μήνες έναντι 6-11 μηνών.

Με εξαίρεση τον αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη κύησης, δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση μεταξύ των ανεπιθύμητων εκβάσεων της εγκυμοσύνης και του διαστήματος μεταξύ των δύο κυήσεων μεγαλύτερο των 12 μηνών μετά την αποβολή ή την προκαλούμενη άμβλωση.

«Τα αποτελέσματά μας δεν υποστηρίζουν τις τρέχουσες διεθνείς συστάσεις σύμφωνα με τις οποίες μία γυναίκα πρέπει να περιμένει τουλάχιστον έξι μήνες μετά την αποβολή ή την ιατρικά επαγόμενη άμβλωση για να συλλάβει», γράφουν οι συγγραφείς.

Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στη διαδικτυακή έκδοση της ιατρικής επιθεώρησης PLOS Medicine.