Ανατρεπτική έρευνα για το κόκκινο κρέας: Τι βρήκαν για την φλεγμονή
Η φλεγμονή αποτελεί παράγοντα κινδύνου για πολλές χρόνιες ασθένειες, όπως η καρδιαγγειακή νόσος.
Ο αντίκτυπος της διατροφής στη φλεγμονή είναι ένας τομέας αυξανόμενου επιστημονικού ενδιαφέροντος. Συγκεκριμένα, οι συστάσεις για περιορισμό της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος συχνά βασίζονται, εν μέρει, σε παλιές μελέτες που υποδηλώνουν ότι το κόκκινο κρέας επηρεάζει αρνητικά τη φλεγμονή. Ωστόσο πιο πρόσφατες μελέτες δεν το έχουν υποστηρίξει αυτό.
“Ο ρόλος της διατροφής, συμπεριλαμβανομένου του κόκκινου κρέατος, στις φλεγμονές και τον κίνδυνο ασθενειών δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συστάσεις για τη δημόσια υγεία που δεν βασίζονται σε ισχυρά στοιχεία”, δήλωσε η δρ. Alexis Wood, αναπληρώτρια καθηγήτρια παιδιατρικής – διατροφής στο Ερευνητικό Κέντρο Διατροφής για Παιδιά στο Baylor College of Medicine και στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο του Τέξας. “Η ομάδα μας προσπάθησε να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά χρησιμοποιώντας δεδομένα μεταβολιτών στο αίμα, τα οποία μπορούν να παρέχουν μια πιο άμεση σύνδεση μεταξύ διατροφής και υγείας”, πρόσθεσε.
Μεθοδολογία και ευρήματα
Η δρ. Wood και η ομάδα της ανέλυσαν “συγχρονικά δεδομένα” από περίπου 4.000 ηλικιωμένους που συμμετείχαν στην Πολυεθνική Μελέτη Αθηροσκλήρωσης (MESA) στις ΗΠΑ και δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο The American Journal of Clinical Nutrition.
Τα συγχρονικά δεδομένα είναι μια χρήσιμη πηγή στοιχείων για το πώς η διατροφή επηρεάζει την υγεία. Χρησιμοποιούνται δεδομένα που παρατηρούνται σε άτομα τα οποία ζουν ελεύθερα, χωρίς να προσπαθούν οι ερευνητές να επηρεάσουν τον συνήθη τρόπο ζωής τους.
Εκτός από την αξιολόγηση της αυτοαναφερόμενης πρόσληψης τροφής των συμμετεχόντων και αρκετών βιοδεικτών, οι ερευνητές μέτρησαν επίσης μια σειρά διατροφικών μεταβολιτών στο αίμα. Οι μεταβολίτες του πλάσματος μπορούν να βοηθήσουν στην καταγραφή των επιπτώσεων της διατροφής, καθώς τα τρόφιμα επεξεργάζονται, πέπτονται και απορροφώνται από τον οργανισμό.
Το κόκκινο κρέας ΔΕΝ συσχετίστηκε με αύξηση της φλεγμονής
Αφότου πρώτα έλαβαν υπόψη και τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση μη επεξεργασμένου και επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος (μοσχάρι, χοιρινό ή αρνί) δεν συσχετίστηκε άμεσα με δείκτες φλεγμονής.
Αυτό υποδηλώνει ότι είναι κυρίως το σωματικό βάρος και όχι το κόκκινο κρέας, που ευθύνεται για την αύξηση της φλεγμονής στον οργανισμό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η έλλειψη σύνδεσης μεταξύ της πρόσληψης κόκκινου κρέατος και της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP), του βασικού δείκτη κινδύνου φλεγμονής της χρόνιας νόσου.
“Η ανάλυσή μας προστίθεται στον αυξανόμενο όγκο αποδεικτικών στοιχείων που υποδεικνύουν τη σημασία της μέτρησης δεικτών πλάσματος, όπως οι μεταβολίτες, για την παρακολούθηση των συσχετισμών διατροφής και κινδύνου ασθενειών, αντί να βασιζόμαστε μόνο στην αυτοαναφερόμενη διατροφική πρόσληψη. Η ανάλυσή μας δεν υποστηρίζει προηγούμενες ερευνητικές παρατηρήσεις που συνδέουν την πρόσληψη κόκκινου κρέατος με τη φλεγμονή”, είπε η δρ. Wood.
Ανάγκη για περαιτέρω έρευνα
Επειδή οι μελέτες παρατήρησης δεν μπορούν να υποδείξουν την αιτία και το αποτέλεσμα, απαιτούνται τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές, όπου οι συμμετέχοντες καταναλώνουν τυχαία έναν διατροφικό παράγοντα ενδιαφέροντος (ή δεν τον καταναλώνουν) ως πρόσθετη γραμμή αποδείξεων για να κατανοηθεί επαρκώς εάν το κόκκινο κρέας όντως δεν μεταβάλλει τη φλεγμονή. Αρκετές τέτοιες έρευνες για παράδειγμα έχουν δείξει ότι το άπαχο μη επεξεργασμένο βόειο κρέας είναι εντός των διατροφικών οδηγιών για την καρδιά.
“Έχουμε φτάσει σε ένα στάδιο όπου χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να μπορέσουμε να κάνουμε συστάσεις για τον περιορισμό της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος ως προς την μείωση της φλεγμονής, εάν θέλουμε να βασίσουμε τις διατροφικές συστάσεις σε πιο ενημερωμένα στοιχεία. Το κόκκινο κρέας είναι δημοφιλές, προσιτό και εύγευστο και η θέση του στη διατροφή μας έχει βαθιές πολιτισμικές ρίζες. Δεδομένου αυτού, οι συστάσεις για την μείωση της κατανάλωσης θα πρέπει να υποστηρίζονται από ισχυρά επιστημονικά στοιχεία, τα οποία δεν υπάρχουν ακόμη”, κατέληξε η δρ. Wood.