Ινομυώματα μήτρας: Μπορούν να επηρεάσουν τη γονιμότητα;
Τα ινομυώματα (γνωστά και ως λειομυώματα) είναι καλοήθεις όγκοι της μήτρας, που εμφανίζονται συχνά κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας των γυναικών.
Χαρακτηρίζονται ως καλοήθεις όγκοι, γιατί δεν έχουν τα χαρακτηριστικά μιας κακοήθειας και δημιουργούν καθόλου έως ελάχιστα συμπτώματα, ανάλογα με το μέγεθος και την εντόπισή τους. Συνήθως εμφανίζονται μετά την ηλικία των 35 ετών, με το ποσοστό τους να κυμαίνεται στο 15-20% σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να εμφανιστούν και σε γυναίκες μικρότερης ή μεγαλύτερης ηλικίας.
Ο Δρ. Στέφανος Χανδακάς, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Ενδοσκοπικός Χειρουργός Αναπαραγωγής και Αναπληρωτής Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας, απαντά στις ερωτήσεις μας σχετικά με τα ινομυώματα μήτρας και ενημερώνει τις γυναίκες για τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου, καθώς και για το αν αυτά επηρεάζουν τη γονιμότητά τους. Σε ό,τι αφορά τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση, ο ιατρός μας ενημερώνει για τα πλεονεκτήματα της λαπαροσκόπησης, αλλά και για τη θέση της υστεροσκοπικής χειρουργικής στη θεραπεία τους.
Κύριε Χανδακά, μιλήστε μας για τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ινομυωμάτων μήτρας. Ποια η σχέση τους με την ηλικία και τις ορμονικές αλλαγές;
Τα αίτια ανάπτυξης των ινομυωμάτων δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί, παρ’ όλο που στις μέρες μας έχουμε ενδείξεις ότι ενδέχεται να ευθύνεται κάποιο είδος μετάλλαξης ενός μεμονωμένου μυϊκού κυττάρου του ιστού της μήτρας. Επιπλέον, έχουν εντοπιστεί ορισμένοι προδιαθεσικοί παράγοντες που μπορεί να ευνοήσουν την εμφάνιση των ινομυωμάτων. Παράλληλα, έχει υποστηριχθεί ότι τα ινομυώματα έχουν γενετικό υπόβαθρο. Γυναίκες που έχουν πρώτου βαθμού συγγενείς με ινομυώματα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν κι οι ίδιες. Επιπρόσθετα, η κατάσταση του ορμονικού συστήματος της γυναίκας μπορεί να ενισχύσει ή να αποτρέψει τον κίνδυνο ανάπτυξης ινομυωμάτων. Η πρόωρη εμμηναρχή αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης ινομυωμάτων, ενώ η καθυστερημένη εμμηναρχή συνήθως δρα προστατευτικά. Επίσης, ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ), καθώς κι η αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος αποτελούν επιπλέον παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης ινομυωμάτων. Επίσης, τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων μπορούν να προάγουν την ανάπτυξη των ινομυωμάτων. Αυτό τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι τη χρονική περίοδο της εγκυμοσύνης, λόγω της ραγδαίας αύξησης των επιπέδων των οιστρογόνων και της υψηλής αιμάτωσης της μήτρας, μπορεί να αναπτυχθούν ινομυώματα στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου ή να μεγαλώσουν σε μέγεθος ήδη προϋπάρχοντα. Σε γυναίκες, επίσης, που υποβάλλονται σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ομοίως, ενδέχεται να διογκωθούν τα ινομυώματα, ενώ στην εμμηνόπαυση, χρονική φάση κατά την οποία μειώνονται τα επίπεδα των οιστρογόνων, παρατηρείται υποστροφή των ινομυωμάτων. Βέβαια, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων δεν αποτελούν αιτιολογικό παράγοντα ανάπτυξης ινομυωμάτων.
Σε περίπτωση που ένα ινομύωμα μείνει για πολύ καιρό χωρίς θεραπεία, ποιες οι μακροχρόνιες επιπτώσεις τους σε γυναίκες κοντά στην εμμηνόπαυση; Διαφέρει η θεραπευτική προσέγγιση σε αυτήν την ηλικία;
Ο ρυθμός αύξησης των ινομυωμάτων της μήτρας ποικίλλει, καθώς μπορούν να μεγαλώνουν αργά ή γρήγορα ή μπορεί να παραμείνουν στο ίδιο μέγεθος. Μετά την εμμηνόπαυση συνήθως συρρικνώνονται έως ένα βαθμό από μόνα τους. Τα ινομυώματα συνήθως συρρικνώνονται μετά την εμμηνόπαυση, επειδή οι ωοθήκες έχουν σταματήσει να παράγουν οιστρογόνα. Όμως στις γυναίκες που υποβάλλονται σε θεραπεία υποκατάστασης ορμονών μετά την εμμηνόπαυση, μπορεί να συμβεί το αντίθετο, δεδομένου ότι αντικαθιστούν τεχνητά το οιστρογόνο που λείπει. Αν τα ινομυώματα δεν προκαλούν συμπτώματα μετά την εμμηνόπαυση, δεν κάνουμε τίποτα. Ωστόσο, αν αλλάξουν μέγεθος ή αρχίσει η γυναίκα να αιμορραγεί και δεν είναι σε ορμονοθεραπεία, πρέπει να ερευνήσουμε την αιτία. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πυελικό πόνο, παρόμοιο με τις κράμπες της περιόδου, επείγουσα ανάγκη για ούρηση, όταν τα ινομυώματα πιέζουν την ουροδόχο κύστη, και κοιλιακό φούσκωμα, όταν τα ινομυώματα μεγαλώσουν. Αν τα συμπτώματα είναι ενοχλητικά μετά την εμμηνόπαυση, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο της χειρουργικής επέμβασης.
Μπορούν τα ινομυώματα να επηρεάσουν τη γονιμότητα; Ποιες επιλογές θεραπείας υπάρχουν για γυναίκες που προσπαθούν να μείνουν έγκυες; Είναι οι χειρουργικές επεμβάσεις απαραίτητες σε κάθε περίπτωση;
Οι συνέπειες των ινομυωμάτων στη γονιμότητα είναι αντικείμενο μελέτης: Τα υποβλεννογόνια ινομυώματα (αυτά που βρίσκονται προς το εσωτερικό της μήτρας, την ενδομήτρια κοιλότητα), φαίνεται ότι επηρεάζουν τη γονιμότητα. Τα υπορογόνια ινομυώματα (αυτά που βρίσκονται στην εξωτερική επιφάνεια της μήτρας) δεν φαίνεται να έχουν κάποια επίδραση. Τα ενδοτοιχωματικά ινομυώματα (αυτά που βρίσκονται μέσα στο τοίχωμα της μήτρας) ίσως έχουν κάποια επίδραση, αλλά θα πρέπει να γίνει συζήτηση και συνυπολογισμός των κινδύνων και των συνεπειών από την αφαίρεσή τους (ινομυωματεκτομή). Πάντως, τα ενδοτοιχωματικά ινομυώματα που δεν παραμορφώνουν την ενδομήτρια κοιλότητα, δεν φαίνεται να επηρεάζουν τη γονιμότητα.
Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, φαίνεται ότι τα ποσοστά επιτυχίας αυξάνουν όταν αφαιρούνται τα υποβλεννογόνια ινομυώματα. Για τα ενδοτοιχωματικά και τα υπορογόνια δεν διαπιστώθηκε ευεργετικό αποτέλεσμα από την αφαίρεσή τους στη γονιμότητα. Τα ινομυώματα μπορούν να αφαιρεθούν, ανάλογα με την εντόπιση και το μέγεθός τους, είτε από την κοιλιά (με λαπαροσκόπηση ή ανοικτό χειρουργείο) είτε διαμέσου του κόλπου (με χειρουργική υστεροσκόπηση). Για τις γυναίκες με θέματα υπογονιμότητας, οι διεθνείς συστάσεις είναι να αφαιρούνται υποβλεννογόνια ινομυώματα τύπου ΙΙ (όπου λιγότερο από το 50% του ινομυώματος προβάλλει μέσα στην ενδομήτρια κοιλότητα) όταν το μέγεθός τους ξεπερνά τα 5 εκατοστά ή ινομυώματα τύπου ΙΙ που απέχουν λιγότερο από ένα εκατοστό από το εξωτερικό τοίχωμα της μήτρας.
Συμπερασματικά, σε υπογόνιμες γυναίκες, μόνο η αφαίρεση των υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων φαίνεται ότι συνοδεύεται από βελτίωση της γονιμότητάς τους. Η αφαίρεση των υπορογόνιων ινομυωμάτων δεν συνιστάται, ανεξαρτήτως μεγέθους, γιατί δεν φαίνεται να επηρεάζουν την γονιμότητα. Όσον αφορά τα ενδοτοιχωματικά ινομυώματα, ασχέτως μεγέθους, όταν η ενδομήτρια κοιλότητα είναι ανέπαφη, οι περισσότερες απόψεις καταλήγουν στο ότι δεν προσφέρουν ιδιαίτερα στο θέμα της υπογονιμότητας. Η φαρμακευτική θεραπεία δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση των ινομυωμάτων στις υπογόνιμες γυναίκες. Είναι σημαντικό να διερευνηθεί πλήρως το μέγεθος και η θέση του ινομυώματος με γυναικολογικό υπέρηχο, υστεροσκόπηση ή μαγνητική τομογραφία. Επιπλέον, πρέπει να ελεγχθεί το βάθος διείσδυσης του ινομυώματος και το πάχος του τοιχώματος της μήτρας.
Η προτιμότερη αντιμετώπιση για υποβλεννογόνια ινομυώματα <5 εκατοστά είναι η υστεροσκοπική αφαίρεσή τους.
Ποια τα πλεονεκτήματα της ελάχιστα επεμβατικής λαπαροσκοπικής αντιμετώπισης των ινομυωμάτων; Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του ειδικού Χειρουργού Γυναικολόγου;
Τα ινομυώματα αποτελούν μια ιδιαίτερη γυναικολογική πάθηση, η οποία απαιτεί μια ιδιαίτερη εξειδίκευση και εμπειρία εκ μέρους του ιατρού, ώστε να προτείνει τη σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων εξαρτάται από το είδος, το μέγεθος και τη θέση τους, τα κλινικά ευρήματα, την ένταση των συμπτωμάτων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ασθενούς, όπως η ηλικία, το ατομικό ιατρικό ιστορικό της ασθένειας, το οικογενειακό ιστορικό, την πιθανότητα εγκυμοσύνης, την ύπαρξη εμμηνόπαυσης, κ.ά. Τα πλεονεκτήματά της αφορούν την ριζικότερη αφαίρεση παθολογιών, χωρίς τραυματισμό των υγειών ιστών, τα άρτια αισθητικά αποτελέσματα, την γρηγορότερη κινητοποίηση της ασθενούς, την μείωση των ημερών νοσηλείας, την ελαχιστοποίηση των μετεγχειρητικών πόνων και την αποφυγή μετεγχειρητικών επιπλοκών, όπως λοιμώξεις, διαταραχές επούλωσης τραυμάτων κ.ά.
Ποια είναι, τέλος, η θέση της υστεροσκόπησης στη θεραπεία των ινομυωμάτων; Πρόκειται για ένα απαιτητικό χειρουργείο σε σύγκριση με τη λαπαροσκόπηση;
Στην περίπτωση που ένα ινομύωμα βρίσκεται εντός της κοιλότητας της μήτρας, η αφαίρεσή του γίνεται υστεροσκοπικά. Η μέθοδος ονομάζεται επεμβατική υστεροσκόπηση. Όταν διενεργείται από έμπειρο και εξειδικευμένο Γυναικολόγο Χειρουργό, η υστεροσκοπική αφαίρεση ινομυωμάτων είναι μια ασφαλής επέμβαση. Όπως όλες οι υστεροσκοπικές επεμβάσεις, έτσι και η υστεροσκοπική αφαίρεση ινομυωμάτων γίνεται χωρίς τομή. Το υστεροσκόπιο προωθείται απλά μέσω του κόλπου στην κοιλότητα της μήτρας. Το χειρουργείο γίνεται κάτω από ολική νάρκωση. Έχει, συνήθως, διάρκεια περίπου 20-30 λεπτών, εκτός κι αν το ινομύωμα είναι μεγαλύτερο ή εισέρχεται στο τοίχωμα της μήτρας, οπότε μπορεί να χρειαστεί περισσότερος χρόνος. Η γυναίκα παίρνει εξιτήριο μετά από λίγες ώρες και μπορεί από την επόμενη κιόλας ημέρα να επιστρέψει στις υποχρεώσεις της.
Ευχαριστούμε θερμά για τις επιστημονικές πληροφορίες τον Μαιευτήρα-Γυναικολόγο, Ενδοσκοπικό Χειρουργό Αναπαραγωγής και Αναπληρωτή Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας κ. Στέφανο Χανδακά.