Καθηγητής εργοφυσιολογίας περιγράφει πώς το αυτοκίνητο πλήττει την υγεία
Το 82% των ανθρώπων χρησιμοποιούν το ιδιωτικό αυτοκίνητό τους για αποστάσεις μικρότερες των τεσσάρων χιλιομέτρων, και μόνο το 18% για μεγαλύτερες διαδρομές.
Αυτό έδειξαν τα προκαταρτικά αποτελέσματα μελέτης, που διεξήχθη σε τρεις ελληνικές πόλεις, όπου συμμετείχαν 2.560 μη επαγγελματίες οδηγοί υπό την επίβλεψη του ομότιμου καθηγητή Εργοφυσιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιάννη Κουτεντάκη.
Αυτά τα στοιχεία συνάδουν με πρόσφατη έκθεση της EUROSTAT (19-7-2024) σύμφωνα με την οποία, όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Κουτεντάκης, οι Έλληνες χρησιμοποιούν το αυτοκίνητό τους για αρκετά μικρότερες αποστάσεις σε σχέση με τους οδηγούς των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Τι σημαίνει αυτή η ιδιαιτερότητα του Έλληνα οδηγού για την υγεία του, την οικονομία και το περιβάλλον, αλλά και πόσο αποτελεσματική είναι τελικά η επιλογή του αυτοκινήτου για τόσο μικρές διαδρομές;
«Η καθημερινή χρήση του αυτοκινήτου για αποστάσεις μικρότερες των τεσσάρων χιλιομέτρων έχει περισσότερα αρνητικά παρά θετικά επακόλουθα. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι η εκούσια υποβάθμιση της υγείας των οδηγών λόγω της καθιέρωσης ενός καθιστικού τρόπου ζωής και της επακόλουθης σωματικής αδράνειας. Κάθε χρόνο πεθαίνουν περίπου 6 εκατομμύρια άνθρωποι από αιτίες που συνδέονται με τη σωματική αδράνεια, όπως αδύναμα οστά, χρόνια νοσήματα (καρδιοαγγειακά, διάφοροι τύποι καρκίνου, μεταβολικό σύνδρομο, κ.ά.), καθώς και τη μείωση των δεξιοτήτων μνήμης ή προγραμματισμού, νοητικές διαταραχές και άνοια. Αντίθετα, προκρίνοντας το περπάτημα αντί για τα 4 χιλιόμετρα οδήγησης μέσα στην πόλη (τα 4 χιλιόμετρα αντιστοιχούν σε περίπου 5.000 βήματα ήπιου βαδίσματος 45-50 λεπτών), καταλήγουμε στο να συγκεντρώνουμε σχεδόν το σύνολο των βημάτων που απαιτούνται ημερησίως προκειμένου να διατηρηθεί ή και να βελτιωθεί η σωματική και νοητική υγεία μας», αναφέρει ο καθηγητής.
O ίδιος προσθέτει: «Με τις εκτιμήσεις του συνολικού κόστους της σωματικής αδράνειας στην Ελλάδα να ξεπερνούν το 1 δισ. ετησίως, γίνεται κατανοητό ότι εάν περπατήσουμε αντί να οδηγήσουμε αποστάσεις της τάξεως των 4 χιλιομέτρων, θα δημιουργηθούν σημαντικά οικονομικά οφέλη τόσο για τους πολίτες όσο και για το ΕΣΥ. Έχει βρεθεί, για παράδειγμα, ότι (το ανέξοδο) περπάτημα περίπου 4 χιλιομέτρων ημερησίως είναι 1,5 φορά πιο αποτελεσματικό από οποιαδήποτε (οικονομικά απαιτητική) φαρμακευτική ή γνωστική συμπεριφορική θεραπεία στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης και του άγχους, ενώ μπορεί να μειώσει μέχρι και 30% τον κίνδυνο προσβολής από καρκίνο, καρδιαγγειακά νοσήματα, οστεοπόρωση, διαβήτη τύπου 2, κ.ά., με οτιδήποτε αυτό σημαίνει για την οικονομία γενικότερα».
«Αλλά και το ταλαίπωρο περιβάλλον θα ωφεληθεί από την επιλογή του βαδίσματος αντί του αυτοκινήτου. Τα 4 χιλιόμετρα οδήγησης ενός μέσου οχήματος παράγουν τόσο διοξείδιο του άνθρακα όσο ένας ενήλικας αναπνέοντας για περίπου 30 ώρες, ή περίπου 280 κιλά ετησίως όταν χρησιμοποιούμε το αυτοκίνητο μόνο για 250 ημέρες. Εάν λάβουμε υπόψη ότι στη χώρα μας κυκλοφορούν περίπου 5,5 εκατομμύρια επιβατικά αυτοκίνητα, τότε καταλήγουμε στο ότι τα εν πολλοίς αχρείαστα 4 χιλιόμετρα οδήγησης μπορεί δυνητικά να συμβάλλουν στην παραγωγή 1,5 εκατομμυρίου τόνων διοξειδίου του άνθρακα, που θεωρείται ένα από τα κύρια αέρια θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα της γης. Μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό;», τονίζει ο κ. Κουτεντάκης.
«Τέλος, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οδηγώντας για 4 χιλιόμετρα σε πολυσύχναστες περιοχές, με τα προβλήματα εύρεσης χώρων στάθμευσης, την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τις εντάσεις που προκαλούνται μεταξύ των οδηγών, μειώνεται θεαματικά ο χρόνος της διαδρομής σε σχέση με το απλό, ήρεμο και σίγουρο για τα αποτελέσματα περπάτημα», καταλήγει ο καθηγητής.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ