Χρόνια αϋπνία και αποφρακτική άπνοια: Η καλύτερη εναλλακτική αντιμετώπιση
Η χρόνια αϋπνία και η αποφρακτική άπνοια ύπνου επηρεάζουν το 10% του γενικού πληθυσμού. Οι πάσχοντες δεν μπορούν να έχουν ένα ξεκούραστο ύπνο.
Ο συνδυασμός των δυο καταστάσεων δημιουργεί μια κατάσταση γνωστή ως συνυπάρχουσα χρόνια αϋπνία και αποφρακτική υπνική άπνοια, η οποία συνδέεται με επιδείνωση της λειτουργικότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας, χαμηλότερη ποιότητα ζωής και υψηλότερα ποσοστά καρδιαγγειακών παθήσεων. Αυξάνεται επίσης ο κίνδυνος ψυχικών παθήσεων και θνησιμότητας.
Πάνω από το ένα τρίτο των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με αποφρακτική υπνική άπνοια αναφέρουν χρόνια αϋπνία, γεγονός που την καθιστά μια σοβαρή αν και σχετικά υποθεραπευόμενη διαταραχή.
Μια νέα πιλοτική μελέτη υποδεικνύει ότι η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία για την αντιμετώπιση της αϋπνίας (CBTi) σε συνδυασμό με τακτική άσκηση θα μπορούσε να βελτιώσει τα συμπτώματα αϋπνίας.
Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία για την αϋπνία προσεγγίζει τις διαταραχές του ύπνου από μια συμπεριφορική προοπτική, δίνοντας έμφαση στην εύρεση ενός βέλτιστου προγράμματος ύπνου και στη διαφορετική αντίδραση σε περιόδους παρατεταμένης αφύπνισης στο κρεβάτι.
Η μελέτη συνέκρινε τα αποτελέσματα δύο ομάδων σε δύο φάσεις διάρκειας οκτώ εβδομάδων. Τα μέλη της μίας ομάδας έκαναν επί 16 εβδομάδες μέτριας έντασης άσκηση, ενώ τα μέλη της άλλης ομάδας έκαναν επί οκτώ εβδομάδες εκπαίδευση χαλάρωσης και στη συνέχεια για ακόμη οκτώ εβδομάδες συνεδρίες γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας για την αντιμετώπιση της αϋπνίας και άσκηση.
Τα αποτελέσματα μετρήθηκαν σύμφωνα με τον Δείκτη Σοβαρότητας Αϋπνίας (ISI), ένα ερωτηματολόγιο επτά ερωτήσεων που αξιολογεί την υποκειμενική ποιότητα του ύπνου και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων αϋπνίας.
«Διαπιστώσαμε ότι μετά την πρώτη περίοδο των οκτώ εβδομάδων, η άσκηση είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο από την εκπαίδευση χαλάρωσης στις βαθμολογίες σοβαρότητας της αϋπνίας», λέει η Amanda Cammalleri, μία από τις κύριες συγγραφείς της μελέτης. «Αλλά η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία σε συνδυασμό με την άσκηση είχε μεγαλύτερη επίδραση από ό,τι η άσκηση από μόνη της, πράγμα που σημαίνει μεγαλύτερη μείωση των παραπόνων για αϋπνία».
Ωστόσο, ο Δείκτης Σοβαρότητας Αϋπνίας είναι ένα ερωτηματολόγιο που υποβάλλεται με αυτοαναφορά. Άλλες μετρήσεις ύπνου που καταγράφηκαν με πολυσομνογραφία (μια ανώδυνη διαγνωστική μέθοδο που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου στο εργαστήριο), όπως το να καθυστερεί κάποιος να πάει για ύπνο και το πόσες φορές ξυπνά κατά τη διάρκεια της νύχτας, δεν έδειξαν σημαντική αλλαγή παρά μόνο μικρές επιδράσεις. Παρόλο που οι συμμετέχοντες ένιωθαν υποκειμενικά ότι είχαν καλύτερο ύπνο, οι αντικειμενικές παράμετροι ύπνου που αξιολογήθηκαν δεν άλλαξαν μετά τη θεραπεία.
Η Véronique Pepin, καθηγήτρια στο Τμήμα Υγείας, Κινησιολογίας και Εφαρμοσμένης Φυσιολογίας, κοσμήτορας της Σχολής Υγείας της Concordia και συγγραφέας της μελέτης, αναφέρει ότι παρά το σχετικά μικρό μέγεθος του δείγματος της μελέτης, που ήταν μόλις 19 άτομα, «εμείς ως ερευνητές εντοπίσαμε ένα ισχυρό σήμα που συνάδει με τη βιβλιογραφία».
«Ήταν επίσης ενδιαφέρον για μένα ως κινησιολόγο επειδή η μελέτη αυτή σχεδιάστηκε από ερευνητές ψυχολογίας, νευρολογίας και κινησιολογίας και μπορέσαμε να συνδυάσουμε τις αντίστοιχες παρεμβάσεις μας. Βλέπουμε όλο και περισσότερα παραδείγματα στοχευμένης γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας, οπότε είναι συναρπαστικό να βλέπουμε τι μπορεί να επιτευχθεί αν συνδυαστεί με άλλες συμπεριφορικές παρεμβάσεις, όπως η άσκηση και η διατροφή».
«Γνωρίζουμε ήδη ότι η άσκηση μπορεί να βελτιώσει τη διάθεση και να επηρεάσει το νευρικό μας σύστημα, τη συστηματική φλεγμονή και άλλους μηχανισμούς που με τη σειρά τους μπορούν να επηρεάσουν τον ύπνο», καταλήγει η Cammalleri. «Η μελέτη μας έδειξε μια επίδραση στην αντιλαμβανόμενη ποιότητα του ύπνου συγκεκριμένα και θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε ποιοι πιθανοί μηχανισμοί οδήγησαν σε αυτή την αλλαγή με μελλοντικές μελέτες».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Sport and Exercise Psychology.