Πώς ιατρική ακριβείας και μοριακή πρόληψη ανοίγουν νέους ορίζοντες στην πρόληψη του καρκίνου
Η ιατρική ακριβείας και η μοριακή πρόληψη αποτελούν δύο σύγχρονες και πολλά υποσχόμενες προσεγγίσεις στον τομέα της ογκολογίας, οι οποίες οδηγούν σε μια νέα εποχή στην αντιμετώπιση και πρόληψη του καρκίνου.
Η έννοια της ιατρικής ακριβείας επικεντρώνεται στην εξατομικευμένη θεραπεία ασθενών, ενώ η μοριακή πρόληψη δίνει έμφαση στην ανίχνευση και αποτροπή του καρκίνου μέσω της αναγνώρισης γενετικών, μοριακών και περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου.
Καθώς η ταχεία επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος δημιουργεί ελπίδες για την αναχαίτιση περισσότερων καρκίνων στα πρώτα στάδια, η European Society of Medical Oncology (ESMO) εστιάζει στην πρόληψη και στην εκπαίδευση και καθοδήγηση των ογκολόγων σε αυτόν τον τομέα.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), Δρ. Μαρία Καπαρέλου (Παθολόγος – Ογκολόγος) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής) αναφέρουν ότι η πρόληψη του καρκίνου και η έγκαιρη ανίχνευση μέσω του προσυμπτωματικού ελέγχου δεν είναι απλώς επιθυμητές ατομικές επιλογές, αλλά απαραίτητες ενέργειες για όλο το κοινωνικό σύνολο.
Η παγκόσμια επίπτωση του καρκίνου προβλέπεται να αυξηθεί και να φτάσει σε πάνω από 35 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις καρκίνου το 2050 ως αποτέλεσμα τόσο της γήρανσης και της αύξησης του πληθυσμού όσο και των αλλαγών στην έκθεση των ανθρώπων σε παράγοντες κινδύνου. Η προσπάθεια αναχαίτισης αυτής της αύξησης είναι θέμα προστασίας των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και της πρόσβασης των ασθενών σε φροντίδα υψηλής ποιότητας.
Το κάπνισμα, το αλκοόλ και η παχυσαρκία που είναι βασικοί παράγοντες του τρόπου ζωής καθώς και η ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελούν σημαντικό περιβαλλοντικό μοχλό ανάπτυξης καρκίνου. Φυσικά, δεν μπορούν να αποφευχθούν όλοι οι καρκίνοι, αλλά χάρη στις καινοτόμες τεχνολογίες που αναδύονται αυτή τη στιγμή, περισσότεροι από αυτούς θα μπορούσαν να διαγνωστούν νωρίτερα στο μέλλον. Αιματολογικό τεστ ανίχνευσης καρκίνου, τεστ βιοδεικτών με τη χρήση δειγμάτων αίματος ή σάλιου, τεχνητή νοημοσύνη (AI) που εφαρμόζεται στην ιατρική απεικόνιση, ακόμη και εφαρμογές ικανές να υπολογίζουν τον ατομικό κίνδυνο καρκίνου θα μπορούσαν τελικά να συμβάλουν στη δευτερογενή πρόληψη για τη μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο.
Η κατανόησή μας για τις κυτταρικές διεργασίες που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του καρκίνου σημειώνει μεγάλη πρόοδο και τα διαφορετικά μοριακά προφίλ καθοδηγούν τώρα τις θεραπευτικές επιλογές μας. Σε επόμενο στάδιο, οι μηχανισμοί της καρκινογένεσης που προκαλούνται από διάφορους περιβαλλοντικούς ή γενετικούς παράγοντες θα μπορούν να μας οδηγήσουν σε πιο εξατομικευμένες μορφές πρόληψης (μοριακή πρόληψη). Για παράδειγμα, υπάρχουν δεδομένα που υποδηλώνουν ότι ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του προστάτη στους άνδρες της μαύρης φυλής θα πρέπει να ξεκινά 10 χρόνια νωρίτερα από τα τρέχοντα πρότυπα στις ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου και θνησιμότητας αυτής της ομάδας. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο εμβολιασμός για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) δεν είναι εργαλείο πρόληψης του καρκίνου για όλες τις γυναίκες, καθώς ο επιπολασμός ορισμένων στελεχών HPV υψηλού κινδύνου που δεν καλύπτονται από τα τρέχοντα εμβόλια ποικίλλει ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Η δυνατότητα ενσωμάτωσης μοριακών γνώσεων και προφίλ διαστρωμάτωσης κινδύνου για να επιτραπεί ένας ακριβέστερος προσδιορισμός των ατόμων σε κίνδυνο, σε συνδυασμό με την τεχνολογική καινοτομία στον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου, δημιουργεί επί του παρόντος υψηλές προσδοκίες για πιο αποτελεσματικές και οικονομικά αποδοτικές στρατηγικές πρόληψης. Η ESMO υποστηρίζει τους ογκολόγους ώστε να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να τις χρησιμοποιούν στην κλινική τους πρακτική – μέσω της δημοσίευσης κατευθυντήριων οδηγιών, της ανάπτυξης εκπαιδευτικών προγραμμάτων για επαγγελματίες υγείας παγκοσμίως και της παρουσίασης νέων δεδομένων καθώς αυτά γίνονται διαθέσιμα.
Πηγή: mdimop.gr