Προεκλαμψία: Οι πρωτεΐνες που ευθύνονται για τις υπερτασικές διαταραχές της κύησης
Η προεκλαμψία και άλλες υπερτασικές διαταραχές της εγκυμοσύνης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή αρτηριακή πίεση με ή χωρίς δυσλειτουργία των οργάνων κατά το δεύτερο μισό της εγκυμοσύνης, ενέχουν σημαντικούς βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί.
Οι θεραπευτικές επιλογές -εκτός από την επίσπευση του τοκετού- παραμένουν περιορισμένες.
Ερευνητές στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης και το Ινστιτούτο Broad, εντόπισαν αρκετές πρωτεΐνες με αιτιολογικό ή προστατευτικό ρόλο στις υπερτασικές διαταραχές της εγκυμοσύνης, οι οποίες θα μπορούσαν να παρέχουν ενδείξεις για το πώς προκύπτουν οι καταστάσεις και πώς θα μπορούσαν να προληφθούν ή να αντιμετωπιστούν.
Στη μελέτη, η οποία περιελάμβανε γενετικά δεδομένα από περισσότερες από 600.000 γυναίκες, οι ερευνητές εξέτασαν κατά πόσον η γενετική προδιάθεση για υψηλότερα ή χαμηλότερα επίπεδα διαφόρων πρωτεϊνών στην κυκλοφορία του αίματος, επηρεάζει τον κίνδυνο μιας γυναίκας να εμφανίσει υπερτασικές διαταραχές κύησης.
Οι επιστήμονες εντόπισαν έξι πρωτεΐνες που εμπλέκονται σε καρδιαγγειακές και φλεγμονώδεις διεργασίες, οι οποίες πιθανώς συμβάλλουν σε αυτές τις καταστάσεις ή προστατεύουν από αυτές. Σε αυτές περιλαμβάνονταν η CD40, η κυστατίνη Β, η ηωσινόφιλη κατιονική πρωτεΐνη, η γαλεκτίνη-3, η πρωτεΐνη θερμικού σοκ 27 και το νατριουρητικό πεπτίδιο ΝΤ-proBNP.
«Τα ευρήματα αυτά παρέχουν νέες πληροφορίες για τη βιολογία των υπερτασικών διαταραχών της εγκυμοσύνης, υποδηλώνοντας διαφορετικές οδούς -όπως η ρύθμιση των αιμοφόρων αγγείων, η φλεγμονή και η ανοσία- που εμπλέκονται στην ανάπτυξη αυτών των παθήσεων», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας Michael C. Honigberg, καρδιολόγος και επίκουρος καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ.
«Ορισμένες από τις πρωτεΐνες θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πιθανοί θεραπευτικοί στόχοι και θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω σε ζωικά μοντέλα και τελικά, εάν είναι υποσχόμενες, σε δοκιμές σε ανθρώπους» προσθέτει.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Cardiology.