ΥΓΕΙΑ

Θηλασμός: Πώς επηρεάζει το βάρος του παιδιού

Το περιεχόμενο της διατροφής ενός μωρού, μπορεί να έχει αντίκτυπο στο μελλοντικό βάρος και την υγεία του, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα 9χρονα που είχαν θηλάσει για έξι μήνες ή περισσότερο, είχαν χαμηλότερο ποσοστό σωματικού λίπους από τα συνομήλικα παιδιά που δεν θήλασαν ποτέ ή δεν ήπιαν μητρικό γάλα.

Διαπίστωσαν επίσης ότι τα παιδιά που δεν έπιναν αναψυκτικά πριν από την ηλικία των 18 μηνών, είχαν επίσης λιγότερο λίπος στην ηλικία των 9 ετών.

«Η βρεφική ηλικία είναι ένα ευάλωτο στάδιο της ζωής που χαρακτηρίζεται από σημαντικές αναπτυξιακές αλλαγές, ενώ οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στον μεταβολισμό και τη φυσιολογία ενός ατόμου», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Catherine Cohen από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.

«Η μελέτη παρέχει δεδομένα που υποστηρίζουν ότι οι τροφές που εισάγονται στη διατροφή στη βρεφική ηλικία, μπορεί να εμπλέκονται στην προδιάθεση σε υψηλότερη συγκέντρωση σωματικού λίπους στην παιδική ηλικία. Αυτές οι συμπεριφορές θα μπορούσαν επίσης να καθορίσουν τις παρεμβάσεις που στοχεύουν στην πρόληψη της εμφάνισης παχυσαρκίας και μεταβολικών παθήσεων», πρόσθεσε η Cohen.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα για περισσότερα από 700 ζευγάρια μητέρων-παιδιών που συμμετείχαν στη μελέτη Healthy Start, διερευνώντας πώς ο τρόπος ζωής και το περιβάλλον της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, επηρεάζουν την ανάπτυξη και την εξέλιξη του παιδιού της.

Οι μαμάδες υποβλήθηκαν σε συνεντεύξεις όταν τα μωρά τους ήταν 6 και 18 μηνών, απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τη σίτιση, συμπεριλαμβανομένου του εάν το μωρό τρέφεται με στήθος ή με μπιμπερό και πότε τα παιδί άρχισε να λαμβάνει στερεές τροφές.

Τα βρέφη ομαδοποιήθηκαν με βάση τη διάρκεια του θηλασμού, την ηλικία έναρξης κατανάλωσης συμπληρωματικών τροφών και το πότε άρχισαν να καταναλώνουν αναψυκτικά.

Περίπου τα δύο τρίτα των μωρών θήλασαν για τουλάχιστον έξι μήνες, ενώ το 73% άρχισε να τρώει επιτραπέζια φαγητά σε ηλικία 5 μηνών και πάνω. Τα περισσότερα μωρά, το 86%, ήπιαν αναψυκτικό μετά τους 18 μήνες.

Στην ηλικία των 5 ετών, το ποσοστό του σωματικού βάρους που θα μπορούσε να αποδοθεί στο λίπος ήταν σχεδόν 20%, κατά μέσο όρο. Στην ηλικία των 9 ετών ήταν 18%.

Ενώ τα πρότυπα διατροφής των βρεφών δεν συνδέονταν με το σωματικό λίπος στην ηλικία των 5 ετών, τόσο η μικρότερη διάρκεια θηλασμού όσο και η πρώιμη εισαγωγή αναψυκτικών στη διατροφή τους, συσχετίστηκαν με ταχύτερες αυξήσεις στο σωματικό λίπος.

Τα βρέφη που θήλαζαν λιγότερο από 6 μήνες, είχαν 3,5% περισσότερο σωματικό λίπος στην ηλικία των 9 ετών σε σύγκριση με εκείνα που θήλαζαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Τα μωρά που κατανάλωσαν αναψυκτικά πριν από την ηλικία των 18 μηνών είχαν 7,8% περισσότερο σωματικό λίπος κατά μέσο όρο στην ηλικία των 9 ετών.

Η εισαγωγή συμπληρωματικών τροφών δεν φάνηκε να συνδέεται με το ποσοστό λίπους.

«Η συσχέτιση που βρήκαμε μεταξύ της πρώιμης έκθεσης σε αναψυκτικά και της μετέπειτα συσσώρευσης (σωματικού λίπους) στην παιδική ηλικία, είναι ακόμη πιο ισχυρή από την επίδραση του θηλασμού», είπε η Cohen.

Όσο αφορά το γιατί τα μωρά που θήλαζαν για μικρότερο χρονικό διάστημα, είχαν περισσότερο σωματικό λίπος στην ηλικία των 9 ετών, η Cohen αναφέρει ότι μπορεί να οφείλεται σε διαφορές θρεπτικών συστατικών μεταξύ ανθρώπινου γάλακτος και φόρμουλας. Θα μπορούσε επίσης να συνδέεται με τη ρύθμιση της όρεξης. Ο αντίκτυπος του ανθρώπινου γάλακτος στο μικροβίωμα του βρέφους δεν είναι ακόμη σαφής.

Τα ευρήματα θα παρουσιαστούν σε συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη στο Αμβούργο της Γερμανίας.

Πηγή: healthday.com

© 2014-2024 Onmed.gr - All rights reserved