Βακτήρια εντέρου: Πώς συνδέονται με τον κίνδυνο Αλτσχάιμερ
Οι άνθρωποι που βρίσκονται στο αρχικό στάδιο της νόσου Αλτσχάιμερ -όταν έχουν ξεκινήσει οι εγκεφαλικές αλλαγές, αλλά δεν έχουν γίνει εμφανή τα γνωστικά συμπτώματα- φιλοξενούν μια ποικιλία βακτηρίων στο έντερό τους που διαφέρει από τα βακτήρια του εντέρου των υγιών ανθρώπων, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον.
Τα ευρήματα δίνουν τη δυνατότητα ανάλυσης της βακτηριακής σύνθεσης του εντέρου, προκειμένου να εντοπιστούν οι άνθρωποι με τον υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας και σχεδιασμού προληπτικών θεραπειών που αλλάζουν το μικροβίωμα για να αποτραπεί η γνωστική έκπτωση.
«Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν το έντερο επηρεάζει τον εγκέφαλο ή ο εγκέφαλος επηρεάζει το έντερο, αλλά αυτή η συσχέτιση είναι πολύτιμη σε κάθε περίπτωση», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Εργαστηριακής και Γονιδιωματικής Ιατρικής, Gautam Dantas.
«Μία εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι οι αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου είναι απλώς μια ανάγνωση παθολογικών αλλαγών στον εγκέφαλο. Η άλλη εκδοχή είναι ότι το μικροβίωμα του εντέρου συμβάλλει στη νόσο του Αλτσχάιμερ, οπότε η αλλαγή του μικροβιώματος του εντέρου με προβιοτικά μπορεί να βοηθήσει στην αλλαγή της πορείας της νόσου» σημειώνει.
Οι επιστήμονες γνώριζαν ήδη ότι τα μικροβιώματα του εντέρου των ατόμων με συμπτωματική νόσο Αλτσχάιμερ, διαφέρουν από τα μικροβιώματα υγιών ατόμων της ίδιας ηλικίας. Μέχρι σήμερα δεν είχαν εξεταστεί ωστόσο, τα μικροβιώματα του εντέρου των ανθρώπων στην κρίσιμη προ-συμπτωματική φάση.
Κατά τη διάρκεια του πρώιμου σταδίου της νόσου Αλτσχάιμερ, το οποίο μπορεί να διαρκέσει δύο δεκαετίες ή περισσότερο, οι άνθρωποι έχουν συσσωματώματα πρωτεϊνών αμυλοειδούς βήτα και ταυ στον εγκέφαλό τους, αλλά δεν παρουσιάζουν σημάδια νευροεκφυλισμού ή γνωστικής έκπτωσης.
Οι επιστήμονες αξιολόγησαν τους συμμετέχοντες στη μελέτη, οι οποίοι ήταν γνωστικά υγιείς. Στο πλαίσιο της μελέτης, οι συμμετέχοντες έδωσαν δείγματα κοπράνων, αίματος και εγκεφαλονωτιαίου υγρού, τηρούσαν ημερολόγια διατροφής και υποβλήθηκαν σε τομογραφίες εγκεφάλου.
Για να διακρίνουν όσους βρίσκονταν ήδη σε πρώιμο στάδιο της νόσου Αλτσχάιμερ, οι ερευνητές αναζήτησαν σημάδια συσσώρευσης αμυλοειδούς βήτα και ταυ μέσω τομογραφιών εγκεφάλου και εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Από τους 164 συμμετέχοντες, περίπου το ένα τρίτο (49) είχαν σημάδια πρώιμου Αλτσχάιμερ.
Η ανάλυση αποκάλυψε ότι οι υγιείς άνθρωποι και όσοι βρίσκονται σε προκλινικό στάδιο Αλτσχάιμερ, έχουν σημαντικά διαφορετικά βακτήρια στο έντερο -όσον αφορά τα είδη των βακτηρίων και τις βιολογικές διεργασίες στις οποίες εμπλέκονται αυτά τα βακτήρια- παρά το γεγονός ότι ακολουθούν βασικά την ίδια διατροφή.
Αυτές οι διαφορές συσχετίστηκαν με τα επίπεδα αμυλοειδούς και ταυ, τα οποία αυξάνονται πριν εμφανιστούν τα γνωστικά συμπτώματα, αλλά δεν συσχετίστηκαν με τον νευροεκφυλισμό, ο οποίος γίνεται εμφανής όταν αρχίζουν να μειώνονται οι γνωστικές δεξιότητες. Οι διαφορές θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της πρώιμης νόσου του Αλτσχάιμερ, είπαν οι ερευνητές.
«Το θετικό με τη χρήση του μικροβιώματος του εντέρου ως εργαλείου ελέγχου, είναι η απλότητα και η ευκολία του. Οι άνθρωποι θα μπορούν μελλοντικά να δώσουν ένα δείγμα κοπράνων και να μάθουν εάν διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν νόσο Αλτσχάιμερ. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο, λιγότερο επεμβατικό και πιο προσιτό για ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ειδικά τις υποεκπροσωπούμενες ομάδες, σε σύγκριση σε τις τομογραφίες εγκεφάλου ή σπονδυλικής στήλης. Εάν υπάρχει αιτιολογική σύνδεση, πιθανότατα θα σχετίζεται με τη φλεγμονή. Τα βακτήρια είναι αυτά τα καταπληκτικά χημικά εργοστάσια και μερικοί από τους μεταβολίτες τους επηρεάζουν τη φλεγμονή στο έντερο ή μπορούν ακόμη και να εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος, όπου μπορούν να επηρεάσουν το ανοσοποιητικό σύστημα σε όλο το σώμα. Εάν επιβεβαιωθεί η αιτιώδης σύνδεση, μπορούμε να εξετάσουμε εάν η ενίσχυση των «καλών» βακτηρίων ή η απαλλαγή από τα «κακά» βακτήρια θα μπορούσε να επιβραδύνει ή ακόμα και να σταματήσει την ανάπτυξη της συμπτωματικής νόσου Αλτσχάιμερ» καταλήγουν οι ειδικοί.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Science Translational Medicine.