ΥΓΕΙΑ

Από τι κινδυνεύουν τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες με πολυκυστικές ωοθήκες

Στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, οι ωοθήκες παράγουν υπερβολική ποσότητα τεστοστερόνης, της ορμόνης του φύλου.

Η πάθηση επηρεάζει περίπου το 15% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και είναι μια κατάσταση που μπορεί να δυσκολέψει την εγκυμοσύνη.

Επιπλέον, σχετίζεται με διάφορα προβλήματα υγείας όπως ο διαβήτης, η παχυσαρκία και οι ψυχικές ασθένειες.

Οι γιοι των γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν παχυσαρκία.

Σύμφωνα με τους ερευνητές από το Ινστιτούτο Karolinska στη Σουηδία, αναδύεται ένας μέχρι πρότινος άγνωστος παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών από γενιά σε γενιά μέσω των αγοριών.

Τα κορίτσια που γεννιούνται από μητέρες με πολυκυστικές ωοθήκες, αντιμετωπίζουν πενταπλάσιο κίνδυνο να αναπτύξουν την ίδια πάθηση.

Αν και δεν είναι ακόμη σαφές πώς επηρεάζονται οι γιοι των γυναικών με πολυκυστικές ωοθήκες, η έρευνα δείχνει ότι είναι πιο πιθανό να έχουν προβλήματα με το βάρος και τις ορμόνες τους. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μοντέλα ποντικιών για να προσδιορίσουν εάν και πώς τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου μεταδίδονται από τις μητέρες στους γιους τους.

Ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερα από 460.000 αγόρια που γεννήθηκαν στη Σουηδία μεταξύ Ιουλίου 2006 και Δεκεμβρίου 2015.

Από αυτούς, περίπου 9.000 είχαν γεννηθεί από γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες. Στη συνέχεια, οι ερευνητές εντόπισαν ποια παιδιά ήταν παχύσαρκα.

«Ανακαλύψαμε ότι οι γιοι γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών αντιμετωπίζουν τριπλάσιο κίνδυνο παχυσαρκίας και υψηλής "κακής" χοληστερόλης, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης αντίστασης στην ινσουλίνη και διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή», λέει η επικεφαλής της μελέτης Elisabet Stener-Victorin, καθηγήτρια στο Τμήμα Φυσιολογίας και Φαρμακολογίας του Ινστιτούτου Karolinska.

Οι ερευνητές εξέτασαν αρσενικούς απογόνους θηλυκών ποντικών που πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τρέφονταν είτε με τυπική διατροφή είτε με δίαιτα πλούσια σε λιπαρά και ζάχαρη και εκτέθηκαν σε υψηλά επίπεδα της ανδρικής ορμόνης διυδροτεστοστερόνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στη συνέχεια, τα αρσενικά ποντίκια τράφηκαν με μια τυπική δίαιτα μέχρι την ενηλικίωση, οπότε εξετάστηκε η κατανομή του λίπους και ο μεταβολισμός τους.

«Διαπιστώσαμε ότι αυτά τα αρσενικά ποντίκια είχαν περισσότερο λιπώδη ιστό, μεγαλύτερα λιποκύτταρα και διαταραγμένο βασικό μεταβολισμό, παρά την υγιεινή διατροφή», λέει η Elisabet Stener-Victorin.

Για να διερευνηθεί η αναπαραγωγική λειτουργία των απογόνων και εάν τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά μπορούν να μεταβιβαστούν από γενιά σε γενιά, τα αρσενικά ποντίκια πρώτης γενιάς ζευγαρώθηκαν με υγιή θηλυκά ποντίκια που δεν εκτέθηκαν σε αρσενικές ορμόνες ή σε δίαιτα πλούσια σε λίπος και ζάχαρη.

Η όλη διαδικασία επαναλήφθηκε στη δεύτερη γενιά για να φτάσει στην τρίτη γενιά που είναι η πρώτη γενιά που δεν επηρεάστηκε από την πάθηση της μητέρας.

«Μέσα από αυτά τα πειράματα, δείξαμε ότι η παχυσαρκία και τα υψηλά επίπεδα ανδρικών ορμονών στη γυναίκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσουν μακροχρόνια προβλήματα υγείας στους αρσενικούς απογόνους. Η λειτουργία του λιπώδους ιστού, ο μεταβολισμός και η αναπαραγωγική τους λειτουργία επιδεινώνονται, γεγονός που επηρεάζει τις μελλοντικές γενιές», λέει ο Qiaolin Deng, αναπληρωτής καθηγητής στο ίδιο τμήμα και ένας από τους ερευνητές που συμμετείχαν στη μελέτη.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Cell Reports Medicine.

© 2014-2024 Onmed.gr - All rights reserved