Επιλεκτική διατροφική διαταραχή: Τι είναι και ποιος ο ρόλος των γονιδίων
Η επιρροή των γονιδίων στις διατροφικές διαταραχές και ειδικότερα στην ανάπτυξη επιλεκτικής διατροφικής διαταραχής στα παιδιά, μπορεί να είναι ισχυρή, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.
Η μελέτη εστίασε στη Διαταραχή Περιορισμένης Πρόσληψης Τροφίμων (ARFID: Avoidant Restrictive Food Intake Disorder), μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από μια επίμονη και σταθερή αποτυχία να ικανοποιήσει τις κατάλληλες διατροφικές ή/και ενεργειακές ανάγκες του ατόμου.
Οι άνθρωποι περιορίζουν σοβαρά τα είδη ή την ποσότητα των τροφών που προσλαμβάνουν, όχι λόγω ανησυχιών για την εικόνα του σώματός τους ή επειδή θέλουν να χάσουν βάρος, αλλά επειδή αισθάνονται απέχθεια για διάφορες γεύσεις, μυρωδιές ή υφές, δεν έχουν όρεξη, φοβούνται ότι θα πνιγούν, θα κάνουν εμετό ή θα υποστούν αλλεργική αντίδραση εάν φάνε ένα άγνωστο φαγητό (συχνά με βάση μια προηγούμενη εμπειρία).
Μελέτες δείχνουν ότι η συγκεκριμένη διαταραχή επηρεάζει το 1% έως 5% του πληθυσμού.
Οι ερευνητές γνωρίζουν ελάχιστα για τις αιτίες της διαταραχής. Η νέα μελέτη δείχνει ότι τα γονίδια παίζουν σημαντικό ρόλο.
Εξετάζοντας δεδομένα για σχεδόν 17.000 ζεύγη διδύμων, Σουηδοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα γονίδια εξηγούν το 79% του κινδύνου εμφάνισης επιλεκτικής διατροφικής διαταραχής.
«Αυτό υποδηλώνει ότι οι μελέτες μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις βιολογικές οδούς που κρύβονται πίσω από τη Διαταραχή Περιορισμένης Πρόσληψης Τροφίμων», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Lisa Dinkler από το Κέντρο Καινοτομίας Διατροφικών Διαταραχών του Ινστιτούτου Karolinska στη Στοκχόλμη.
Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν βιολογικές διεργασίες που αποτελούν την υποκείμενη αιτία της διαταραχής, δήλωσε η Kamryn Eddy, συνδιευθύντρια του Κλινικού και Ερευνητικού Προγράμματος Διατροφικών Διαταραχών στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, στη Βοστώνη.
Η έρευνα στο γονιδιακό υπόβαθρο της επιλεκτική διατροφικής διαταραχής, θα μπορούσε να βοηθήσει στην κατανόηση των βαθύτερων αιτίων της, κάτι που με τη σειρά του θα μπορούσε να βοηθήσει στη βελτίωση της θεραπείας, σύμφωνα με τους ειδικούς.
«Γνωρίζουμε ότι οι γενετικοί παράγοντες συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη άλλων διατροφικών διαταραχών», είπε η Dinkler.
Ωστόσο, η «κληρονομικότητα» που βρέθηκε σε αυτή τη μελέτη, ήταν μεγαλύτερη από αυτή που έχει παρατηρηθεί με διαταραχές όπως η ανορεξία και η βουλιμία.
Τα ευρήματα βασίζονται σε περίπου 17.000 δίδυμα ζευγάρια ηλικίας μεταξύ 6 και 12 ετών. Κάποια ήταν μονοζυγωτικά ή πανομοιότυπα δίδυμα και κάποια διζυγωτικά.
Τα πανομοιότυπα δίδυμα μοιράζονται όλα τα γονίδιά τους, ενώ τα διζυγωτικά δίδυμα είναι σαν μη δίδυμα αδέρφια - μοιράζονται περίπου τα μισά γονίδια. Έτσι, οι μελέτες σε δίδυμα επιτρέπουν στους ερευνητές να εκτιμήσουν τον βαθμό στον οποίο τα γονίδια, το κοινό περιβάλλον ή το μη κοινό περιβάλλον συμβάλλουν σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας.
Η Dinkler και οι συνεργάτες της διαπίστωσαν ότι το 2% των παιδιών που συμμετείχαν στη μελέτη είχαν «φαινότυπο» ARFID - που σημαίνει ότι είχαν σημεία και συμπτώματα της διαταραχής, με βάση τις αναφορές των γονέων και τα αρχεία ιατρικών και συνταγογραφούμενων φαρμάκων.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα παιδιά με Διαταραχή Περιορισμένης Πρόσληψης Τροφίμων γίνονται πιο άκαμπτα στις διατροφικές τους συνήθειες καθώς μεγαλώνουν.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε διατροφικές ελλείψεις και καθυστερημένη ανάπτυξη, αν και τα άτομα με τη συγκεκριμένη διαταραχή δεν είναι απαραίτητα λιποβαρή. Όταν όμως η διαταραχή επιμένει στην ενήλικη ζωή, μπορεί να έχει επιπτώσεις.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι η διαταραχή μπορεί να αντιμετωπιστεί, και και αυτό ισχύει και για τους ενήλικες.
Στόχος τους είναι να διερευνήσουν στο μέλλον εάν η διαταραχή περιορισμένης πρόσληψης τροφής έχει κοινούς γενετικούς παράγοντες με άλλες παθήσεις - συμπεριλαμβανομένου του άγχους, των νευροαναπτυξιακών διαταραχών όπως ο αυτισμός και των γαστρεντερικών ή μεταβολικών ασθενειών.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Psychiatry.