Κότσι: Οι τρεις παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχία της επέμβασης
Εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από κότσι, τη συχνότερη παραμόρφωση του προσθίου τμήματος του ποδιού, που δημιουργεί τόσο αισθητικά, όσο και λειτουργικά προβλήματα.
Το κότσι μπορεί να παίξει ρόλο, τόσο στην ισορροπία κατά την όρθια θέση, όσο και στη βάδιση.
Το κότσι δημιουργεί δυσκολίες λόγω της παραμόρφωσης, ιδιαίτερα στη βάδιση, με αποτέλεσμα πόνο, ο οποίος συχνά ακινητοποιεί τον πάσχοντα, δυσχέρεια στη βάδιση και δυσκολία ανεύρεσης κατάλληλων υποδημάτων.
Η χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση του προβλήματος συνήθως είναι επιτυχημένη, αλλά όχι πάντα.
Νέα μελέτη υπογραμμίζει τους βασικούς παράγοντες που μπορεί να καθορίζουν αν η χειρουργική επέμβαση Lapidus, η οποία είναι μία από τις συχνότερες επεμβάσεις διόρθωσης του βλαισού μεγάλου δακτύλου, θα είναι επιτυχημένη ή όχι.
«Θέλαμε να διαπιστώσουμε εάν ορισμένα χαρακτηριστικά που αφορούν είτε τον ασθενή είτε τη διαδικασία, συνδέονται με την αποτυχία της επέμβασης», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης Δρ. Matthew Johnson, επίκουρος καθηγητής ορθοπεδικής χειρουργικής στο Ιατρικό Κέντρο Southwestern του Πανεπιστημίου του Τέξας, στο Ντάλας.
Το κότσι σχηματίζεται στη βάση του μεγάλου δακτύλου όταν το μακρύ μετατάρσιο οστό μετατοπίζεται προς το εσωτερικό του ποδιού, σχηματίζοντας γωνία. Καθώς ο μαλακός ιστός του ποδιού τρίβεται πάνω στα παπούτσια, προκαλείται πόνος.
«Οι ασθενείς δεν μπορούν να εκτελούν τις καθημερινές τους δραστηριότητες, όπως να περπατούν, να κάνουν άλλες ασκήσεις, ακόμα και να στέκονται όρθιοιο σε ορισμένες σοβαρές περιπτώσεις», είπε ο Johnson.
Έως και το ένα τρίτο των Αμερικανών έχουν κότσι, κάτι που συνήθως οφείλεται στην επιλογή λάθος παπουτσιών ή σε κληρονομικούς παράγοντες.
Οι ασθενείς μπορούν να χρησιμοποιήσουν διάφορες λύσεις για να μειώσουν την πίεση (φαρδύτερα παπούτσια, διαχωριστικά δακτύλων κλπ.), αλλά τις περισσότερες φορές δεν έχουν αποτέλεσμα.
Όταν η συντηρητική προσέγγιση αποτυγχάνει, ο ασθενής υποβάλλεται σε χειρουργική επέμβαση Lapidus, η οποία στοχεύει να ισιώσει, να ευθυγραμμίσει και να συντήξει τα οστά του μεγάλου δακτύλου και της καμάρας, με στόχο τη βελτίωση της καθημερινής λειτουργίας και κινητικότητας.
«Οι περισσότερες έρευνες έχουν δείξει ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό ασθενών που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση δεν είδαν όφελος», λένε οι ερευνητές.
Υπολογίζεται ότι το 10% των ασθενών που υποβάλλονται σε επέμβαση διόρθωσης του βλαισού μεγάλου δακτύλου, εξακολουθούν να έχουν πόνο και να είναι καθηλωμένοι μετά την επέμβαση, καθώς δεν επιτυγχάνεται η υγιής και μόνιμη ένωση των οστών.
Αναζητώντας μια εξήγηση, ο Johnson και οι συνεργάτες του μελέτησαν τα ιατρικά αρχεία 222 ασθενών που υποβλήθηκαν σε επέμβαση.
Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν γυναίκες (87%), με μέσο όρο ηλικίας τα 51 έτη. Ο μέσος δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) -μέτρηση του σωματικού λίπους με βάση το ύψος και το βάρος- ήταν λίγο πάνω από 28, που σημαίνει ότι ήταν υπέρβαροι.
Για τον ένα στους 10 η χειρουργική επέμβαση απέτυχε. Τρία ήταν τα χαρακτηριστικά του ασθενούς που φάνηκε να αυξάνουν τον κίνδυνο αδυναμίας επούλωσης των οστών:
Ο πρώτος παράγοντας ήταν το βάρος: Όσο υψηλότερος ήταν ο ΔΜΣ ενός ασθενούς, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος αποτυχίας της επέμβασης.
Ο κίνδυνος αποτυχίας ήταν επίσης υψηλότερος μεταξύ των ασθενών των οποίων το κότσι είχε «μεγαλύτερη προεγχειρητική γωνία», που σημαίνει μια πιο σοβαρή περίπτωση παραμόρφωσης.
Οι πιθανότητες αποτυχίας ήταν επίσης μεγαλύτερες για ασθενείς που είχαν υποβληθεί και στο παρελθόν σε χειρουργική επέμβαση για τη διόρθωση του βλαισού μεγάλου δακτύλου.
Το ιστορικό καπνίσματος δεν συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο, ένα εύρημα που εξέπληξε τον Johnson.
Οι χειρουργοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους παράγοντες που υπονομεύουν την επιτυχία της χειρουργικής επέμβασης, προκειμένου να θέτουν πιο ρεαλιστικές προσδοκίες για τους ασθενείς με κότσι, οι οποίοι πρόκειται να χειρουργηθούν, λένε οι συγγραφείς της μελέτης.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Foot and Ankle Surgery.