Θηλασμός: Οι επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην παραγωγή γάλακτος
Παρά το γεγονός ότι 8 στις 10 μητέρες θηλάζουν τα νεογέννητά τους για μικρό χρονικό διάστημα, ο αριθμός μειώνεται κατακόρυφα, εν μέρει επειδή μειώνεται η παραγωγή γάλακτος.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στις παχύσαρκες γυναίκες, η αιτία μπορεί να είναι η φλεγμονή που σχετίζεται με το βάρος τους.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι στα παχύσαρκα άτομα, η χρόνια φλεγμονή ξεκινά από το λίπος και εξαπλώνεται σε όργανα και συστήματα σε όλο το σώμα.
Η φλεγμονή αυτή μπορεί να διαταράξει την απορρόφηση των λιπαρών οξέων από το αίμα στους ιστούς του σώματος.
Αυτά τα λιπαρά οξέα είναι τα δομικά στοιχεία των λιπαρών που απαιτούνται για τη διατροφή του αναπτυσσόμενου βρέφους.
«Η επιστήμη έχει δείξει επανειλημμένα ότι υπάρχει μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ των λιπαρών οξέων που τρώμε και των λιπαρών οξέων στο αίμα μας», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας Rachel Walker, μεταδιδακτορική συνεργάτης στο τμήμα διατροφικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
«Αν κάποιος τρώει πολύ σολομό, θα έχει περισσότερα ωμέγα-3 στο αίμα του. Εάν τρώει πολλά χάμπουργκερ, θα έχει περισσότερα κορεσμένα λιπαρά στο αίμα του».
Πρόκειται για μία από τις πρώτες μελέτες που εξετάζουν εάν τα λιπαρά οξέα που υπάρχουν στο αίμα, ανευρίσκονται και στο μητρικό γάλα, είπε η Walker.
«Για τις γυναίκες που θηλάζουν αποκλειστικά, η συσχέτιση ήταν πολύ υψηλή: τα περισσότερα από τα λιπαρά οξέα που εμφανίζονταν στο αίμα, ήταν παρόντα και στο μητρικό γάλα», είπε.
Στις γυναίκες με χρόνια φλεγμονή που προσπαθούσαν να παράγουν γάλα όμως, η σχέση είχε σχεδόν εξαφανιστεί, είπε η Walker.
«Αυτό είναι μια ισχυρή απόδειξη ότι τα λιπαρά οξέα δεν μπορούν να εισέλθουν στον μαστικό αδένα στις γυναίκες με χρόνια φλεγμονή», πρόσθεσε.
Οι ερευνητές ανέλυσαν αίμα και γάλα από συμμετέχουσες σε μελέτη που διεξήχθη στο Νοσοκομείο Παίδων του Σινσινάτι και στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι.
Οι ερευνητές μελέτησαν 23 μητέρες που είχαν πολύ λίγο γάλα, παρά τις προσπάθειες αύξησης της παραγωγής του μέσω του συχνού «αδειάσματος» του μαστού, 20 μητέρες με μέτρια παραγωγή γάλακτος και μια ομάδα ελέγχου 18 μητέρων που θήλαζαν αποκλειστικά.
Σε σύγκριση με τις άλλες μητέρες, εκείνες που είχαν πολύ λίγο γάλα, είχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας και βιολογικούς δείκτες συστηματικής φλεγμονής.
Ενώ το γάλα και τα λιπαρά οξέα του αίματος ήταν στενά συνδεδεμένα στην ομάδα ελέγχου, αυτό δεν ίσχυε στις ομάδες με μέτρια ή πολύ χαμηλή παραγωγή γάλακτος.
«Ο θηλασμός έχει αναρίθμητα οφέλη τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί, συμπεριλαμβανομένου του χαμηλότερου κινδύνου χρόνιας νόσου για τη μητέρα και χαμηλότερου κινδύνου λοιμώξεων για το μωρό», δήλωσε η Alison Gernand, αναπληρώτρια καθηγήτρια Διατροφικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο.
«Αυτή η έρευνα μάς βοηθά να κατανοήσουμε τι μπορεί να συμβαίνει σε μητέρες με πολλά κιλά και φλεγμονή, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρεμβάσεις ή θεραπείες που επιτρέπουν σε περισσότερες μητέρες που θέλουν να θηλάσουν να το κάνουν», είπε η Gernand.
Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ συνιστούν αποκλειστικό θηλασμό για τους πρώτους έξι μήνες. Μόλις το 25% των γυναικών το κάνει, επικαλούμενες εργασιακή πίεση και έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Journal of Nutrition.