Περιφερική αρτηριακή νόσος: Η επέμβαση που μειώνει τον κίνδυνο ακρωτηριασμού
Οι γιατροί γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν ένα έμφραγμα ή ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, λιγότερα πράγματα είναι όμως γνωστά για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της περιφερικής αρτηριακής νόσου.
Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από συσσώρευση πλάκας στις αρτηρίες των ποδιών και προκαλεί πόνο και δυσκολία στο περπάτημα.
Πάνω από το 10% των ατόμων με περιφερική αρτηριακή νόσο, αναπτύσσουν χρόνια ισχαιμία απειλητική για τα άκρα, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο ακρωτηριασμού και θανάτου.
Η χρόνια ισχαιμία που απειλεί τα άκρα μπορεί να αντιμετωπιστεί με χειρουργική επέμβαση, παρέμενε όμως ασαφές ποια από τις δύο προσεγγίσεις (επέμβαση αρτηριακής παράκαμψης ή ενδαγγειακή θεραπεία) είναι πιο αποτελεσματική και για ποιους ασθενείς. Νέα μελέτη διαπίστωσε σαφές όφελος από τον ένα τύπο χειρουργικής επέμβασης.
Εάν έχετε χρόνια ισχαιμία που απειλεί τα άκρα και μια επαρκή μείζονα (σαφηνική) φλέβα ποδιού για να ανακατευθύνει τη ροή του αίματος, η επέμβαση αρτηριακής παράκαμψης (by pass) είναι πιο αποτελεσματική από την ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή θεραπεία, αποκάλυψε η έρευνα. Και οι δύο θεραπείες βέβαια, βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Στην επέμβαση αρτηριακής παράκαμψης (bypass) οι γιατροί χρησιμοποιούν συνθετικό μόσχευμα ή τις υγιείς φλέβες που υπάρχουν γύρω από τη φραγμένη φλέβα, για να ανακατευθύνουν τη ροή του αίματος. Στην ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή διαδικασία, εισάγεται ένας καθετήρας με μπαλόνι στη φραγμένη αρτηρία για να τη διευρύνει και να ενισχύσει τη ροή του αίματος. Συχνά χρησιμοποιείται stent για να κρατήσει την αρτηρία ανοιχτή.
Ο συγγραφέας της μελέτης Δρ. Matthew Menard, συνδιευθυντής του προγράμματος ενδαγγειακής χειρουργικής στο Brigham and Women's Hospital στη Βοστώνη, χαρακτήρισε τη μελέτη ορόσημο, καθώς η απειλητική για τα άκρα ισχαιμία είναι η πιο σοβαρή μορφή περιφερικής αρτηριακής νόσου και η ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών είναι πολύ κακή.
Οι ερευνητές εξέτασαν 1.830 ενήλικες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Φινλανδία, την Ιταλία και τη Νέα Ζηλανδία. Από αυτούς, περισσότεροι από 1.400 συμπεριλήφθηκαν στην πρώτη ομάδα και κρίθηκαν ως οι καλύτεροι υποψήφιοι για επέμβαση αρτηριακής παράκαμψης, επειδή είχαν επαρκή μείζονα φλέβα. Τα μέλη αυτής της ομάδας, παρακολουθήθηκαν για έως και επτά χρόνια.
Η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε τους σχεδόν 400 ενήλικες που δεν ήταν ιδανικοί υποψήφιοι για χειρουργική επέμβαση παράκαμψης επειδή δεν είχαν επαρκή σαφηνή φλέβα. Υποβλήθηκαν σε ενδαγγειακή επέμβαση ή bypass με τη χρήση μοσχεύματος και παρακολουθήθηκαν έως και τρία χρόνια.
Όσοι υποβλήθηκαν σε επέμβαση αρτηριακής παράκαμψης είχαν 32% λιγότερες πιθανότητες επιπλοκών που σχετίζονται με χρόνια ισχαιμία, η οποία απειλεί τα άκρα σε σχέση με τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ενδαγγειακή επέμβαση.
Συγκεκριμένα, καταγράφηκε μείωση κατά 65% στις επαναλαμβανόμενες επεμβάσεις για την αποκατάσταση της ροής του αίματος στο πόδι και κατά 27% μείωση στην ανάγκη ακρωτηριασμών.
Όταν οι ερευνητές εξέτασαν την κατάσταση των ασθενών μετά τη θεραπεία, διαπίστωσαν ότι η αποκατάσταση της ροής του αίματος στο πόδι με οποιοδήποτε μέσο οδήγησε σε λιγότερο πόνο και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Τα άτομα με προχωρημένη περιφερική αρτηριακή νόσο έχουν κακή κυκλοφορία στα πόδια που οδηγεί σε πληγές και πιθανώς στην ανάγκη για ακρωτηριασμό, επομένως είναι σημαντικό να αξιολογούνται για θεραπεία που ενισχύει τη ροή του αίματος στα πόδια.
Όσοι έχουν καλές μεγάλες φλέβες στα πόδια, είναι καλύτεροι υποψήφιοι για επέμβαση αρτηριακής παράκαμψης. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουν χαμηλότερα ποσοστά ακρωτηριασμού και χαμηλότερα ποσοστά ανάγκης να κάνουν επιπλέον επεμβάσεις για την αποκατάσταση της ροής του αίματος.
Η ανάρρωση μετά την επέμβαση αρτηριακής παράκαμψης είναι μεγαλύτερη από ό,τι με την ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή διαδικασία.
Οι γιατροί θα πρέπει να εξετάζουν και τις δύο επιλογές όταν μιλούν με άτομα με χρόνια ισχαιμία που απειλεί τα άκρα.
Πολλοί άνθρωποι με χρόνια ισχαιμία που απειλεί τα άκρα υφίστανται ακρωτηριασμό προτού καν ενημερωθούν για τις διαδικασίες που θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τη ροή του αίματος στα πόδια τους, λένε οι ειδικοί.
Ο υπέρηχος μπορεί να βεβαιώσει αν η σαφηνής φλέβα είναι ανοιχτή και αρκετά μεγάλη ώστε να αποκαταστήσει τη ροή του αίματος γύρω από τη φραγμένη φλέβα.
Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στη συνάντηση της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας, στο Σικάγο, και ταυτόχρονα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση New England Journal of Medicine.