Βιταμίνη D: Οι πολλαπλές ευεργετικές της δράσεις
Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Μαυρουδής, Ενδοκρινολόγος, τ. Συντονιστής Διευθυντής Ενδοκρινολογίας Διαβήτη & Μεταβολισμού, ΓΝΑ Ασκληπιείο Βούλας
Η βιταμίνη D, λιποδιαλυτή βιταμίνη, παράγεται κυρίως στο δέρμα με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας, καλύπτοντας πάνω από το 90% των ημερησίων αναγκών του οργανισμού, ενώ το υπόλοιπο λαμβάνεται από τις τροφές, κυρίως από τα λιπαρά ψάρια ή από τα συμπληρώματα διατροφής (το μαγείρεμα δεν καταστρέφει την Βιταμίνη D).
Η έλλειψη ή η ανεπάρκειά της αφορά στο 1/3 του πληθυσμού της γης, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Μεσογείου, οι οποίες έχουν ήλιο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό καταγράφηκε ως «Μεσογειακό παράδοξο», για το οποίο υπάρχουν πολλές εξηγήσεις, όπως η περιορισμένη έκθεση στον ήλιο, ο ρουχισμός, η χρήση αντιηλιακών, η παχυσαρκία και άλλα. Η ισορροπημένη δίαιτα και η έκθεση του σώματός μας στον ήλιο, για περίπου 2 ώρες την εβδομάδα, χωρίς αντιηλιακό, μας προσφέρει τη βιταμίνη D που χρειαζόμαστε. Υπάρχουν, όμως, διάφορες περιπτώσεις, που αυξάνουν τις απαιτήσεις σε βιταμίνη D, όπως ο αλκοολισμός, παθήσεις και εγχειρήσεις στο έντερο, λήψη ορισμένων φαρμάκων κλπ. Σημειωτέον η υπερβολική έκθεση στον ήλιο είναι καρκινογόνος.
Αν και οι πρώτες γνωστές δημοσιεύσεις για τη ραχίτιδα έγιναν στα μέσα του 17ου αιώνα, μέχρι και σήμερα υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, όσον αφορά στα επιθυμητά επίπεδά της D στο αίμα, τα ευεργετικά της αποτελέσματα στα διάφορα συστήματα κλπ. Η ευεργετική δράση της βιταμίνης D στο μυοσκελετικό είναι γενικά αποδεκτή από σχεδόν όλες τις επιστημονικές εταιρείες ανά την υφήλιο και αποτελεί τη βάση για τον προσδιορισμό των φυσιολογικών συγκεντρώσεών της στο αίμα. Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο και την επιμετάλλωση των οστών, συμβάλλοντας στο κτίσιμο και διατήρηση υγιών ανθεκτικών οστών, ενώ παράλληλα αυξάνει την μυϊκή ισχύ και μειώνει τις πτώσεις, με αποτέλεσμα τη μείωση των οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Στις εξωμυοσκελετικές δράσεις της βιταμίνης D αναφέρονται:
Ανοσοποιητικό: Η ευεργετική επίδραση της D στη φυματίωση είναι γνωστή από πολλά χρόνια, όταν εξέθεταν στα σανατόρια τους πάσχοντες στον ήλιο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι έχει ευεργετική επίδραση και σε άλλες λοιμώξεις, όπως οι οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού, καθώς επίσης η μείωση των υποτροπών των Χρονίων Αποφρακτικών Πνευμονοπαθειών και του βρογχικού άσθματος.
Υπάρχει πληθώρα δεδομένων για την προφύλαξη που παρέχει από ιογενείς λοιμώξεις, όπως της γρίπης, του Covid-19 και άλλων. Βρέθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της D και του αριθμού των πασχόντων από κορονοϊό, καθώς και της θνησιμότητας απ’ αυτόν. Γι’ αυτό συνιστάται να λαμβάνονται σχετικά μεγάλες δόσεις βιταμίνης D, ώστε να επιτυγχάνονται συγκεντρώσεις στα ανώτερα προτεινόμενα φυσιολογικά επίπεδα, για προφύλαξη ή και αντιμετώπιση της λοίμωξης από SARS-Cov-2. Επίσης υπάρχουν δεδομένα που υποστηρίζουν την ευεργετική επίδραση της D, στην ψωρίαση και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα.
Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι έχει προληπτική δράση σε ορισμένες μορφές καρκίνου, όπως του καρκίνου του προστάτη, του παχέος εντέρου και άλλων, καθώς και στη πρόληψη των μεταστάσεων και μείωση της θνησιμότητας. Υπάρχουν επίσης μελέτες που δείχνουν ότι η μακροχρόνια χορήγηση της D μειώνει τον κίνδυνο της πολλαπλής σκλήρυνσης. Βρέθηκε ότι συμβάλει στη πρόληψη της κατάθλιψης και άλλων ψυχικών διαταραχών, του Σακχαρώδη Διαβήτη, της Παχυσαρκίας κλπ.
Παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη κύηση και λοχεία συμβάλλοντας σημαντικά στην υγεία της μητέρας, του εμβρύου και του νεογνού.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υποδοχείς της δραστικής μορφής της βιταμίνης D, υπάρχουν σε όλα τα συστήματα του ανθρώπου π.χ. του αιμοποιητικού, γεννητικού, καρδιαγγειακού και όλων των άλλων και αυτό δείχνει τη δυνητική ευεργετική της δράση σε όλο το σώμα από τον εγκέφαλο μέχρι τα άκρα των ποδιών μας.
Άρα κρίνεται απαραίτητο να διατηρούμε τη βιταμίνη D σε φυσιολογικά επίπεδα, δηλαδή ούτε χαμηλά αλλά ούτε και πολύ υψηλά, έχοντας ως αρχή το «ὠφελέειν ἢ μὴ βλάπτειν».