ΥΓΕΙΑ

Καρδιακή ανεπάρκεια: Πώς γίνεται η σωστή διάγνωση και πώς αντιμετωπίζεται η πάθηση

Η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές νόσους παγκοσμίως.

Καθημερινά, μεγάλη μερίδα ανθρώπων διαγιγνώσκεται με καρδιακή ανεπάρκεια. Για τη νόσο αυτή, τα κύρια συμπτώματά της και τους τρόπους αντιμετώπισης της νόσου μιλά στο Onmed.gr η κυρία Παναγιώτα Κουρκοβέλη, καρδιολόγος στο Διαγνωστικό και Θεραπευτικό Κέντρο «Υγεία».

Ακολουθεί το άρθρο της καρδιολόγου Π. Κουρκοβέλη:

Η καρδιά είναι ένας ισχυρός μυς, ο οποίος λειτουργεί σαν αντλία και ωθεί αίμα και οξυγόνο σε όλο το σώμα. Ο όρος «καρδιακή ανεπάρκεια» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σύνολο συμπτωμάτων, τα οποία εμφανίζονται όταν ο καρδιακός μυς αποδυναμώνεται και αδυνατεί να προωθήσει το αίμα.

Υπάρχει πληθώρα αιτιών που οδηγούν στην εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας, τα σημαντικότερα των οποίων είναι:

- Έμφραγμα μυοκαρδίου

- Μη φυσιολογικός καρδιακός ρυθμός

- Φλεγμονή του μυ της καρδιάς (μυοκαρδίτιδα)

- Βλάβη στις βαλβίδες της καρδιάς

- Υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος

- Χημειοθεραπευτικά φάρμακα

- Αλκοόλ

- Εκ γενετής κατασκευαστικό πρόβλημα της καρδιάς (συγγενή καρδιοπάθεια).

Ο όρος «καρδιακή ανεπάρκεια» μπορεί να ακούγεται τρομακτικός και ίσως πιο βοηθητική θα ήταν η σκέψη ότι η καρδιά μας αδυνατεί να λειτουργήσει επαρκώς και χρειάζεται φαρμακευτική υποστήριξη για να το επιτύχει.

Τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας δύναται να ποικίλουν από άτομο σε άτομο, αλλά και αναλόγως του σταδίου της νόσου. Στα αρχικά στάδια, συνήθως, δεν παρατηρείται κάποιο σύμπτωμα. Τα συμπτώματα εκδηλώνονται, καθώς η νόσος προοδεύει.

Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι:

- Δύσπνοια στην ηρεμία ή στην κόπωση

- Πρήξιμο (οίδημα) στα άκρα αμφοτερόπλευρα (πιο συχνά στου αστραγάλους) και στην κοιλιά.

- Κούραση/κόπωση

- Ξηρός βήχας.

Τα συμπτώματα αυτά προέρχονται από την μείωση της αντλητικής ικανότητας της καρδιάς, με αποτέλεσμα το αίμα να λιμνάζει στου πνεύμονες και στα άλλα μέρη του σώματος, όπου δημιουργείται κάτι σαν «κυκλοφοριακή συμφόρηση». Ο ιατρικός όρος, μάλιστα, είναι κυκλοφορική συμφόρηση ή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.

Το αίμα, ως γνωστόν, μεταφέρει οξυγόνο, νερό, αλάτι και άλλα θρεπτικά συστατικά σε όλο το σώμα, ενώ απομακρύνει τα βλαβερά. Όταν υπάρχει συμφόρηση, το αίμα δεν μπορεί να επιτελέσει το έργο του, με αποτέλεσμα κάποια σημεία και όργανα του σώματος να μην λειτουργούν σωστά. Αυτή η συμφόρηση μπορεί να προκαλέσει το πρήξιμο στους αστραγάλους ή/και στην κοιλιά. Αν η συμφόρηση εντοπίζεται στους πνεύμονες, μπορεί να οδηγήσει σε δύσπνοια και βήχα, ενώ η κακή λειτουργία των σκελετικών μυών οδηγεί σε ανεξήγητη αδυναμία και κόπωση.

Η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να αφορά το δεξί (δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια, το αριστερό (αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια) κομμάτι της καρδιάς ή και τα δύο.

Η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας βασίζεται στη λήψη ιατρικού ιστορικού, στην κλινική εξέταση και στον κατάλληλο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο (ηλεκτροκαρδιογράφημα, διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα, ακτινογραφία θώρακος). Καθώς η αιτία και η κλινική συμπτωματολογία μπορεί να ποικίλλουν, ο ιατρός δύναται να υποβάλλει τον ασθενή και σε άλλες εξετάσεις όπως στεφανιογραφία, μαγνητική τομογραφία καρδιάς, εξετάσεις πνευμονικής λειτουργίας. Στόχος των εξετάσεων είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξης καρδιακής ανεπάρκειας, ο τύπος (δεξιά, αριστερή, συμφορητική) και η πιθανή αιτία.

Ένας ιατρικός όρος ο οποίος χρησιμοποιείται πολύ συχνά κατά την αξιολόγηση των ασθενών με το διαθωρακικό υπερηοκαρδιογράφημα (τρίπλεξ καρδιάς), είναι το κλάσμα εξώθησης. Με τον όρο αυτό εννοούμε την ποσότητα του αίματος την οποία ωθεί η καρδιά προς το σώμα, σε κάθε καρδιακό χτύπο. Το κλάσμα εξώθησης εκφράζεται ως ποσοστό και το φυσιολογικό κλάσμα εξώθησης είναι γύρω στο 60%. Κλάσμα εξώθησης μικρότερο του 40% θεωρείται μειωμένο, ωστόσο οι ασθενείς μπορεί να είναι ασυμπωματικοί. Σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, ασθενείς με κλάσμα εξώθησης μεγαλύτερο από 40% ή ακόμα και μεγαλύτερο από 50% μπορεί να έχουν καρδιακή ανεπάρκεια. Για τον λόγο αυτό, η διάγνωση απαιτεί πληθώρα εξετάσεων.

Μια από τις συνήθεις ερωτήσεις των ασθενών, οι οποίοι διαγιγνώσκονται με καρδιακή ανεπάρκεια, είναι αν η νόσος είναι ιάσιμη. Σε ένα ποσοστό, όταν το αίτιο αυτής είναι αναστρέψιμο, όπως η αποκατάσταση του μη φυσιολογικού ρυθμού, η διόρθωση βαλβιδοπαθειών, το πέρας χημειοθεραπειών (η καρδιοτοξική δράση κάποιων χημειοθεραπευτικών φαρμάκων είναι αναστρέψιμη), υπάρχει πιθανότητα η καρδιακή λειτουργία να βελτιωθεί. Στο μεγαλύτερο ποσοστό, ωστόσο, η βλάβη του καρδιακού μυός είναι μη αναστρέψιμη. Στην περίπτωση αυτή η μετέπειτα πορεία και ποιότητα ζωής των ασθενών εξαρτάται από την ανταπόκριση αυτών στην κατάλληλη θεραπεία, την ικανότητα τους να «ακούν» το σώμα τους και τη στενή συνεργασία τους με τον θεράποντα ιατρό.

Ο αυτοέλεγχος είναι από τους σημαντικότερους πυλώνες της θεραπείας της καρδιακής ανεπάρκειας, καθώς η αντιμετώπιση συμπτωμάτων στα αρχικά στάδια είναι πιο εύκολη. Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια θα πρέπει να κατανοήσουν ότι η έγκαιρη διάγνωση, η τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου (απώλεια βάρους, διακοπή καπνίσματος, περιορισμός κατανάλωσης άλατος και αλκοόλ) και οι τακτικές επισκέψεις στον καρδιολόγο έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτιστοποίηση της φαρμακευτικής αγωγής, η οποία όχι μόνο θα βοηθήσει στα συμπτώματα, αλλά θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής και το προσδόκιμο επιβίωσης.

Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια χρόνια και σε μεγάλο ποσοστό τροποποιήσιμη νόσος και η διάγνωση της δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με καταδίκη.



Η Π.Ε. Κουρκοβέλη MD, PhD, FHFA, Καρδιολόγος ΔΘΚΑ ΥΓΕΙΑ

© 2014-2024 Onmed.gr - All rights reserved