Δομή και λειτουργίες του λιπώδους ιστού
Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από τρία είδη ιστών. Τον μυϊκό ιστό, τον οστίτη ιστό και τον λιπώδη ιστό.
Ο λιπώδης ιστός είναι ο πιο χαλαρός ιστός από τους τρεις και όπως κάθε άλλος ιστός αποτελείται από επιμέρους κύτταρα, τα λιποκύτταρα. Ο λιπώδης ιστός συμμετέχει και πραγματοποιεί θεμελιώδεις λειτουργίες του οργανισμού. Αυτές είναι: Η αγγειογέννηση, η παραγωγή των αυξητικών ορμονών, μία από τις σημαντικότερες ορμόνες που εκκρίνουν τα λιποκύτταρα είναι η λεπτίνη, η οποία ρυθμίζει την ενεργειακή πρόσληψη μέσω της καταστολής της όρεξης και της πείνας, ο μεταβολισμός των υδατανθράκων και των λιπιδίων και η παραγωγή ενζύμων. Επίσης, συμβάλει στις αντιδράσεις φλεγμονών, στην εύρυθμη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και τέλος ρυθμίζει νευροενδοκρινικές λειτουργίες με τη βασικότερη αυτών την όρεξη.
Τα λιποκύτταρα δομώντας μικρές ομάδες αποθηκεύονται κάτω από το δέρμα, το επονομαζόμενο υποδόριο λίπος, εσωτερικά και ενδιάμεσα στα όργανα το σπλαγχνικό λίπος και σε μικρότερες ποσότητες διάσπαρτα μέσα στους μύες ανάλογα με το συνολικό ποσοστό λιπώδους και μυϊκού ιστού που φέρει ο κάθε οργανισμός.
Μορφολογικά ο λιπώδης ιστός χωρίζεται σε λευκό και φαιό ιστό με διαφορετικές λειτουργίες. Ο λευκός ιστός αποτελεί τη βασικότερη αποθήκη ενέργειας του οργανισμού, αποθηκεύοντας ενέργεια με τη μορφή των τριγλυκεριδίων. Παράλληλα, στον λευκό λιπώδη ιστό πραγματοποιείται η σύνθεση των τριγλυκεριδίων καθώς και η λιπόλυση, η διαδικασία δηλαδή που συντελείται μετά από κάθε γεύμα, κατά την οποία διασπώνται τα τριγλυκερίδια απελευθερώνοντας ελεύθερα λιπαρά οξέα και γλυκερόλη. Ενώ, η βασικότερη λειτουργία του φαιού ιστού είναι η θερμογένεση, η διαδικασία παραγωγής θερμότητας δηλαδή.
Ο συνολικός αριθμός των λιποκυττάρων που έχει ο κάθε οργανισμός συμπληρώνεται μέσα στο 1ο έτος της ζωής του. Αυτός ο αριθμός αποτελεί μικρή ένδειξη κινδύνου παχυσαρκίας διότι ο αριθμός αυτός παραμένει σταθερός, καθότι ο ρυθμός του κυτταρικού θανάτου και της παραγωγής νέων κυττάρων είναι σχεδόν ίσος. Έτσι, σε ετήσια βάση πεθαίνει περίπου το 10% των λιποκυττάρων για να αντικατασταθεί από ανάλογο ποσοστό νέων λιπωδών κυττάρων. Ως εκ τούτου, το μέγεθος των λιποκυττάρων είναι τελικά ο κυριότερος ρυθμιστής στην τελική αυξομείωση του κιλών.
Αυτό συμβαίνει διότι τα λευκά λιποκύτταρα είναι σφαιρικά και έχουν μεγάλη αποθηκευτική ικανότητα, έτσι όταν λαμβάνεται αυξημένη ποσότητα τροφής, η περίσσια αυτή ενέργεια αποθηκεύεται στα ήδη υπάρχοντα λιποκύτταρα αυξάνοντας κατά πολύ τον όγκο τους. Συγκεκριμένα, μπορούν να αυξήσουν το μέγεθος τους από τα 25 μέχρι και τα 200 μM.
Έτσι, δυστυχώς ένα παιδί που είναι παχύσαρκο μετά τον πρώτο χρόνο ζωής του, έχει πολλαπλάσιες πιθανότητες να παραμείνει ένας παχύσαρκος ενήλικας με πολλά προβλήματα υγείας. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι παιδιά δημοτικού τα οποία είναι παχύσαρκα, παρουσιάζουν ήδη ασβέστωση στις στεφανιαίες αρτηρίες. Η καρδιά τους προσπαθώντας να ανταποκριθεί στο επιβαρυμένο έργο που έχει να εκτελέσει, αυτό δηλαδή της αιμάτωσης ενός υπέρβαρου οργανισμού, αλλάζει μορφολογικά επιδεινώνοντας σημαντικά την συνολική υγεία του οργανισμού.
Ακόμα, πολλές μελέτες έχουν αποδείξει ότι και μεταξύ ασθενών που έχουν υποβληθεί σε βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις χάνοντας πάρα πολλά κιλά, παρότι αρχικά τους έχει αφαιρεθεί σημαντική ποσότητα λιποκυττάρων, ο αριθμός αυτός αντικαθίσταται σταδιακά μέχρι να φτάσει στον αρχικό αριθμό του οργανισμού. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί για να διατηρήσουν το μειωμένο σωματικό τους βάρος οφείλουν να προσέξουν, ώστε να αποφύγουν να μεγαλώσουν εκ νέου το μέγεθος των λιποκυττάρων τους.
Σε χρόνιες ενεργειακές ανισορροπίες με πλεόνασμα ενέργειας παρατηρούνται φαινόμενα υπερπλασίας και-ή υπερτροφίας του λιποκυττάρου η οποία ονομάζεται δυσλειτουργία του λιποκυττάρου. Παράλληλα, στην περίπτωση της παχυσαρκίας με ινσουλινική αντοχή (μεταβολικό σύνδρομο) ο λιπώδης ιστός περιορίζεται περισσότερο στο ρόλο του ως αποθήκη λιπιδίων παρουσιάζοντας προβλήματα στις υπόλοιπες ορμονικές λειτουργίες του.
Αντίθετα, σε αδύνατους ανθρώπους , ο λιπώδης ιστός εκκρίνει περισσότερη αντιπονεκτίνη μειώνοντας την εναπόθεση έκτοπου λιπώδους ιστού σε ήπαρ, επικάρδιο και μύες.
Κλείνοντας, διαπιστώνουμε ότι όπως σε όλα «μέτρον άριστον» καθότι ναι μεν η περίσσια λιπώδους ιστού ελλοχεύει τους παραπάνω κινδύνους, αλλά αντίστοιχα και το πολύ χαμηλό ποσοστό λίπους δημιουργεί προβλήματα κυρίως ορμονικών διαταραχών, όπως είναι η απουσία εμμηνόρροιας σε υπερβολικά λιποβαρείς γυναίκες.