Δεύτερο εγκεφαλικό: Πότε συμβαίνει; Μπορεί να αποφευχθεί;
Οι ασθενείς που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο διατρέχουν επταπλάσιο κίνδυνο να υποστούν ένα δεύτερο, σύμφωνα με καναδική μελέτη.
Οι ερευνητές του Κέντρου Επιστημών Υγείας Sunnybrook στο Τορόντο, διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος δεύτερου εγκεφαλικού παραμένει υψηλός ακόμα και πέντε χρόνια μετά το αρχικό συμβάν.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 26.300 άτομα που είχαν επιβιώσει εγκεφαλικού επεισοδίου ή παροδικής ισχαιμικής προσβολής, χωρίς επιπλοκές τις πρώτες 90 ημέρες μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο. Στις συχνότερες επιπλοκές περιλαμβάνονταν το εγκεφαλικό οίδημα, προβλήματα κατάποσης που συντελούσαν σε πνευμονία και λοιμώξεις του ουροποιητικού.
Οι ασθενείς είχαν νοσηλευθεί σε κέντρα του Οντάριο το διάστημα 2003-2013. Οι επιστήμονες τους συνέκριναν με σχεδόν 264.000 υγιή άτομα ιδίου φύλου, ηλικίας και περιοχής.
Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι ο κίνδυνος των ασθενών να υποστούν δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα ήταν υψηλότερος μακροπρόθεσμα, συγκριτικά με τα υγιή άτομα.
Στους 12 μήνες που ακολούθησαν του αρχικού εγκεφαλικού επεισοδίου περίπου το 10% των ασθενών απεβίωσαν, υπέστησαν δεύτερο επεισόδιο ή έμφραγμα ή εισήχθησαν σε δομή μακροχρόνιας φροντίδας.
Τα επόμενα τρία χρόνια, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σχεδόν στο ένα τέταρτο και στα πέντε χρόνια σχεδόν στο 36%.
Όπως εξηγεί η Δρ Τζόντι Έντουαρντς «αυτό που μπορούν να κάνουν όσοι έχουν επιβιώσει εγκεφαλικού επεισοδίου είναι να συνεχίσουν να ελέγχουν στενά παράγοντες κινδύνου, όπως η υπέρταση. Επίσης, θα πρέπει να ελέγξουν αν πάσχουν από κολπική μαρμαρυγή και να προχωρήσουν σε τροποποιήσεις συμπεριφορών, όπως η διακοπή του καπνίσματος και η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας».
Και προσθέτει πως, «οι πρώτοι τρεις μήνες μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο ή παροδική ισχαιμική προσβολή είναι η βασική περίοδος για ένα νέο εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα. Αλλά το κάπνισμα και άλλες κακές επιλογές μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο περισσότερο».
Η μελέτη δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Canadian Medical Association Journal.
Διαβάστε επίσης: