Κατάθλιψη: Ο χορός των μεταμφιέσεων
...και μια ματιά πίσω από τη «μάσκα» της διάγνωσης.
Η λέξη «κατάθλιψη» περιέχει το ρήμα «θλω», που σημαίνει σπάζω. Στις μέρες μας ο λόγος για την ψυχική υγεία συνυφαίνεται έντονα με την αναφορά στην κατάθλιψη, που τόσο έχουμε οι περισσότεροι συνηθίσει στα αυτιά μας, σαν να είναι σχεδόν μια φορεσιά που αλλάζουμε πού και πού ή αντίθετα μια «τρομοκρατία» που ολοένα προσεγγίζει στη μεριά μας με ρυθμό απειλητικό.
Τόσο στη μία εκδοχή όσο και στην άλλη το αποτέλεσμα είναι πολύ συχνά να μην κοιτάζουμε τι βρίσκεται πίσω από τη μεταμφίεση ή την απειλή, να διακρίνουμε εκείνο που παρουσιάζεται και να επιθυμούμε να το εξαφανίσουμε με γρήγορους αλλά σκληρούς –πολλές φορές ακόμα και για εμάς τους ίδιους– τρόπους, αρκεί να φύγει, να μην το βλέπουμε, να μη μας αφορά. Όμως η αλήθεια είναι πως μας αφορά, όσο κι αν προσπαθήσουμε να τρέξουμε μακριά και όσο κι αν επιχειρήσουμε να κουκουλώσουμε την ύπαρξή του: η κατάθλιψη έχει ίσως από τις σιωπές την πιο ηχηρή. Και αν χάσουμε την ευκαιρία να την κατανοήσουμε, να αφουγκραστούμε την παρουσία της, να κοιτάξουμε μέσα αλλά και πέρα από την έννοια του όρου «κατάθλιψη», ίσως χάσουμε την πολύτιμη ευκαιρία να δούμε τι είναι αυτό που έχει έρθει καιρός να «σπάσει» και τι καλό μπορούμε, θέλουμε και επιλέγουμε να δημιουργήσουμε για να πορευτούμε στη συνέχεια.
Η συστημική υπαρξιακή θεώρηση στην ψυχοθεραπεία αντιμετωπίζει το καταθλιπτικό σύμπτωμα στα όρια εντός των οποίων εκδηλώνεται και σαν ένα ζήτημα που δεν αφορά απλώς το άτομο κλειστά διαγνωστικά, αλλά το συγκεκριμένο πρόσωπο στη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητά του, τα πρόσωπα με τα οποία συνδιαλέγεται και τις σχέσεις του, τη φάση ζωής του, τις συνθήκες που επικρατούν στην οικογένεια και την καθημερινότητά του, τις επιθυμίες και τις αξίες του, προσπαθώντας να προσφέρει μια κατανόηση που να το αφορά προσωπικά, έτσι ώστε να μπορέσει να ελευθερωθεί, να επεξεργαστεί και να προχωρήσει.
Επομένως, για έναν ενήλικα που εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης (έλλειψη ευχαρίστησης, διαταραχές ύπνου-όρεξης, ενοχικές σκέψεις, κόπωση, αίσθημα ματαιότητας κ.λπ.) έχουμε να «γνωρίσουμε» τη ζωή, την καθημερινότητά του, το πώς σκέφτεται, πώς σχετίζεται, τι λαχταρά, τι σημαντικό του έχει συμβεί. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, που έχει χάσει τη δουλειά του στην οποία επένδυε σε πολύ μεγάλο βαθμό και που δυσκολεύεται να μοιράζεται τη δυσκολία του, να επικοινωνεί συναισθηματικά και που η απώλεια αυτή θέτει την αναγκαιότητα για μεγάλες αλλαγές στη ζωή του, δεν είναι απλώς ένα περιστατικό κατάθλιψης, αλλά ένας πραγματικά ζορισμένος άνθρωπος, που η δυσκολία του στους επιμέρους τομείς τον έχει «κλειδώσει». Η ζωή του μεταβάλλεται ουσιαστικά, η δυσκολία είναι πραγματική και οι σχέσεις του ενδεχομένως έχουν να προσδιοριστούν ξανά. Η κατάθλιψη εδώ «μεταμφιέζει» μια σημαντική αλλαγή στην οποία έχει να τοποθετηθεί προσωπικά.
Σε ένα ζευγάρι που η σύντροφος έχει «κατάθλιψη» και οι τσακωμοί τους ακολουθούνται από σιωπή και τεταμένο κλίμα, η κατάσταση παραπέμπει σε προβλήματα στη συντροφική σχέση, προβλήματα τα οποία δεν ανοίγονται και προκαλούν κλείσιμο. Η κατάθλιψη χρησιμοποιείται για να «κινητοποιεί» τον σύντροφο, όμως δεν παράγει λύση στα προβλήματα της σχέσης τους, η έκφραση του συναισθήματος δεν είναι παραγωγική και οι ανταλλαγές μεταξύ των συντρόφων δεν είναι εποικοδομητικές. Αν μείνουμε απλώς στην καταθλιπτική συμπτωματολογία της συντρόφου, και δεν κοιτάξουμε και τι αντιπροσωπεύει, κινδυνεύουμε να προσπεράσουμε το συντροφικό ζήτημα που έχει έρθει να εκφράσει και άρα τη δυνατότητα να επιλυθεί ουσιαστικά.
Με αντίστοιχη ματιά αντιμετωπίζουμε και ζητήματα που αφορούν μικρότερες ηλικίες, παιδιά και εφήβους. Τι σημαίνει όταν λέμε ότι ένα παιδί ή ένας έφηβος έχει κατάθλιψη; Τι συμβαίνει στη ζωή αυτού του παιδιού; Πώς είναι η καθημερινότητά του στην οικογένειά του, στο σχολείο, στις δραστηριότητές του; Αντιμετωπίζει δυσκολίες; Έχει συμβεί κάποιο σημαντικό γεγονός που για το ίδιο έχει βαρύτητα; Διαθέτει τρόπους και ψυχική ανθεκτικότητα για να επιλύει προβλήματα; Οι σχέσεις στην οικογένειά του είναι ζεστές και υποστηρικτικές, παρέχουν ασφάλεια, άνεση στο μοίρασμα, εμπιστοσύνη και σεβασμό στο πρόσωπο του παιδιού ή του εφήβου ή μήπως υπάρχει κάποια δυσκολία στην οικογένεια που αφήνει το παιδί μόνο και με αίσθημα αβοήθητου; Τι σημαντικό έχει συμβεί στη ζωή του παιδιού και κατά πόσο είναι ενήμεροι οι γονείς; Τι συμβαίνει στη ζωή των γονιών/της οικογένειας που επιδρά συναισθηματικά ή και πρακτικά στη ζωή του παιδιού χωρίς να μεταβολίζεται (π.χ. μετακόμιση, προσωπικές δυσκολίες γονιών που μένουν αφρόντιστες, θέματα υγείας, συζυγικής σχέσης, οικονομικά κ.ά.); Τι δυνάμεις αντιμετώπισης κρίσεων υπάρχουν ή εκλείπουν; Η οικογένεια στηρίζει, περιβάλλει και αναγνωρίζει το παιδί και τα συναισθήματά του ή υπάρχει δυσκολία στην επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της, με αποτέλεσμα να ευνοούνται συμπεριφορές εξάρτησης και προσκόλλησης στην οικογένεια ή αντίθετα στροφή σε εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα τα ηλεκτρονικά μέσα ή παραβατικές ομάδες συνομηλίκων;
Η κατάθλιψη έρχεται να δείξει ότι κάτι έχει σπάσει, έχει ραγίσει. Στην περίπτωση ενός ενήλικα το ράγισμα μπορεί να αφορά μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο ζωής, μια απώλεια, μια προσωπική κρίση του εαυτού ή των αξιών του που καλεί σε κατανόηση της προσωπικής δυσκολίας και σε δημιουργικό επαναπροσδιορισμό στη ζωή. Σε ένα ζευγάρι, το σύμπτωμα έχει να αναδείξει μια σχέση που δεν είναι λειτουργική, είτε αυτό αφορά το μοίρασμα των προσωπικών δυσκολιών και τη συμπόρευση είτε αφορά ζητήματα ανάμεσα στους συντρόφους που μένουν άλυτα. Η παιδική/εφηβική κατάθλιψη αλίμονο αν αντιμετωπιστεί διαγνωστικά και/ή φαρμακολογικά και χαθεί η δυνατότητα να «ακουστεί» η φωνή του παιδιού που χρησιμοποιεί τον ψυχισμό του ολόκληρο για να εκφράσει δυσλειτουργικούς τρόπους επικοινωνίας, συμπεριφορές που ταλαιπωρούν, ζητήματα που καλούν σε επιτακτική απάντηση. Ειδικά τα παιδιά, ανήμπορα να χρησιμοποιήσουν τον λόγο όπως οι ενήλικες, ή οι έφηβοι, μέσω της εκδραμάτισης αυτού που τους απασχολεί, αλλά και οι ενήλικες, μέσω της βύθισης και της απόσυρσης που χαρακτηρίζει το σύμπτωμα, έρχονται να «δείξουν», να προβάλλουν ακριβώς αυτό που δεν μπορεί τη δεδομένη στιγμή να αρθρώσει η φωνή τους: το ραγισμένο συναίσθημα, τις ραγισμένες σχέσεις, τον τρόπο ζωής που δεν παράγει πια, αλλά και ένα αίτημα για επανόρθωση.
Αυτό που σπάζει, η απώλεια που κλονίζει, ο κρότος που προκαλεί τη ρήξη με ό,τι δεν αποτελεί πια ζητούμενο, με ό,τι δεν αναδεικνύει, με ό,τι δεν περιβάλλει ανθρώπινα, με ό,τι είναι στάσιμο και μίζερο, είναι ταυτόχρονα ένα κάλεσμα σε κατανόηση και φροντίδα προσωπική, αλλά και μια επίκληση σε όλα όσα η ζωή επιμένει.
Μαριέττα Μαλτά
Ψυχολόγος, M.Sc., Συστημική-Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεύτρια
malta.marietta@gmail.com