ΥΓΕΙΑ

Φρονιμίτες: Ποια σημάδια φανερώνουν ότι προκαλούν πρόβλημα

Ο άνθρωπος επιτελεί τη βασική λειτουργία της μάσησης με σκοπό να προσλάβει μέσω των τροφών τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες που θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην παροχή ενέργειας για τις διάφορες δραστηριότητές του. Για να μπορέσει να καταστήσει αποδεκτή από τον οργανισμό του την τροφή, έχει προικιστεί από τη φύση με δόντια, τα οποία ανά κατηγορίες έχουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία. Οι τομείς, δόντια που βρίσκονται στο πρόσθιο μέρος του στόματος, τέμνουν τις τροφές, ενώ οι κυνόδοντες τις σκίζουν. Στην πίσω περιοχή των γνάθων υπάρχουν δόντια με μεγάλες μασητικές επιφάνειες, οι προγόμφιοι και οι γομφίοι, οι οποίοι κατά τη μάσηση έρχονται σε επαφή με τα πίσω δόντια της άλλης γνάθου και πολτοποιούν τις τροφές.

Στην ομάδα των γομφίων, των τελευταίων δοντιών που βρίσκονται σε κάθε γνάθο και έχουν τις μεγαλύτερες επιφάνειες, ανήκουν και οι φρονιμίτες ή σωφρονιστήρες ή τρίτοι γομφίοι. Ο άνθρωπος έχει συνολικά και στις δύο γνάθους τέσσερις φρονιμίτες. Τα δόντια αυτά πολλές φορές δημιουργούν προβλήματα, είτε με τον πόνο που προκαλούν κατά την ανατολή τους, είτε από τις επιπλοκές που μπορεί να δημιουργήσουν σε περιπτώσεις που βρίσκονται σε λανθασμένη, έκτοπη θέση ανατολής.

Ας γνωρίσουμε όμως κάποια χαρακτηριστικά των δοντιών αυτών. Οι τρίτοι γομφίοι ονομάζονται και φρονιμίτες ή σωφρονιστήρες, διότι εμφανίζονται μετά την ηλικία των 17-18 ετών, ηλικία δηλαδή που το άτομο ωριμάζει και αποκτά φρόνηση. Τα δόντια αυτά χρησιμεύουν στη μάσηση, όταν έχουν ανατείλει πλήρως και σε σωστή σύγκλειση με τα δόντια-ανταγωνιστές της άλλης γνάθου. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις οι γνάθοι ενός ατόμου δεν έχουν τον ικανοποιητικό χώρο που ώστε επιτρέψουν την πλήρη και σωστή ανατολή των δοντιών αυτών. Αυτό οφείλεται αφενός σε κληρονομικούς λόγους, όταν δηλαδή το άτομο έχει μεγάλου μεγέθους δόντια και κληρονομεί από τον γονέα του μικρή γνάθο, κυρίως όμως είναι το αποτέλεσμα της εξελικτικής διαδικασίας και της προσαρμογής του ανθρώπου σε τρόπους μάσησης που κατέστησαν μη αναγκαία τα δόντια αυτά. Με άλλα λόγια, η διατροφή με ψημένες, κομμένες και μαλακές τροφές διαφοροποίησαν και τις ασκούμενες δυνάμεις κατά τη μάσηση των τροφών, σε σύγκριση με τους πρώτους ανθρώπους, οι οποίοι έπρεπε να ασκούν διαφορετικές και έντονες πιέσεις κατά τη μάσηση της τροφής τους. Έτσι, αυτά τα δόντια συχνά δεν μπορούν να ανατείλουν μέσα στο στόμα και παραμένουν στο εσωτερικό μέρος των γνάθων.

Υπάρχουν περιπτώσεις που η ύπαρξη χώρου επιτρέπει τη μερική ανατολή ενός φρονιμίτη, δηλαδή ενός μέρους του δοντιού, ενώ το υπόλοιπο παραμένει μέσα στο κόκαλο της γνάθου. Στις περιπτώσεις αυτές, εκτός από τον πόνο που αισθάνεται ο άνθρωπος, δυσκολεύεται να εφαρμόσει σωστά τους κανόνες στοματικής υγιεινής, με αποτέλεσμα να μην απομακρύνονται τα υπολείμματα των τροφών από την περιοχή, γεγονός που ευνοεί τη μεγάλη ανάπτυξη των μικροβίων. Αυτό οδηγεί στην εμφάνιση μολύνσεων (περιστεφανίτιδα), ενώ η πίεση που ασκείται από τον φρονιμίτη, στην προσπάθειά του να ανατείλει, μπορεί να βλάψει τη μύλη ή τις ρίζες του διπλανού δοντιού. Επιπλέον, ο βλεννογόνος στην περιοχή ανατολής του φρονιμίτη είναι ερυθρός και διογκωμένος και σε αρκετές περιπτώσεις αποτυπώνονται τα εντυπώματα των φυμάτων των δοντιών-ανταγωνιστών. Αυτή η πίεση των δοντιών-ανταγωνιστών μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση ελκώσεων στον βλεννογόνο που καλύπτει το δόντι.

Άλλα συμπτώματα που μπορεί να παρατηρηθούν είναι τριγμός, δυσφαγία, περιφερειακή αδενοπάθεια, πυρετός, ρίγη, ευαισθησία στο δέρμα της παρειάς που αντιστοιχεί στην περιοχή, ανορεξία, φαρυγγίτιδα και εκροή υγρού κατά την πίεση του βλεννογόνου πάνω από το δόντι που ανατέλλει, απόστημα, πόνος στη γνάθο, ενώ συχνά αρχίζει ο τερηδονισμός του ημιέγκλειστου δοντιού. Συχνά υπάρχει περιοδοντίτιδα στην περιοχή αυτή, όμως σπάνια μπορεί να παρατηρηθεί οίδημα στη γωνία της κάτω γνάθου και δερματικό συρίγγιο σε έγκλειστους φρονιμίτες της κάτω γνάθου, ενώ η εμφάνιση ιγμορίτιδας σε αντίστοιχα δόντια με απόστημα στην άνω γνάθο είναι συχνότερη.

Για τους ανωτέρω λόγους επιβάλλεται στις περιπτώσεις ατελούς ανατολής ενός φρονιμίτη η αφαίρεσή του. Εκτός όμως από την εξάλειψη αυτών των προβλημάτων, η εξαγωγή ευνοεί και την έκβαση του αποτελέσματος ορθοδοντικής μετακίνησης των υπόλοιπων δοντιών, αφού εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος χώρος στη γνάθο για την ομαλή θέση των ορθοδοντικά μετακινούμενων δοντιών.

Πολλές φορές η ανεύρεση ενός φρονιμίτη σε έκτοπη θέση γίνεται τυχαία, κατά τον ακτινογραφικό έλεγχο περιοχών του στόματος, της μύτης ή του προσώπου για άλλα ιατρικά προβλήματα. Ο οδοντίατρος θα συστήσει να γίνει μια πανοραμική ακτινογραφία, στην οποία θα μπορέσει να διαπιστώσει τη γενικότερη κατάσταση των δοντιών του ασθενή. Επιπλέον, θα αξιολογήσει τη θέση ενός φρονιμίτη και με βάση την κατεύθυνση ανατολής του θα ενημερώσει τον ασθενή για τον κίνδυνο πρόσκρουσής του στις ρίζες του διπλανού δοντιού, δηλαδή του δεύτερου γομφίου. Συχνά διαπιστώνεται και η ύπαρξη πλευρικής κύστης στο έγκλειστο δόντι. Ο οδοντίατρος θα πάρει αρχικά ένα πλήρες ιατρικό και οδοντιατρικό ιστορικό του ασθενή και θα αναζητήσει πιθανή αλλεργία σε φάρμακα. Σε περίπτωση περιστεφανίτιδας ο γιατρός μπορεί να προτείνει τη χρήση αντισηπτικού στοματοπλύματος ή και τη χορήγηση αντιβιοτικού φαρμάκου.

Αν η μύλη του φρονιμίτη έχει ανατείλει πλήρως, η εξαγωγή του είναι απλή και ακολουθεί τα στάδια της εξαγωγής οποιουδήποτε δοντιού. Όταν όμως το δόντι είναι κλεισμένο, μερικά ή ολικά, μέσα στο κόκαλο της γνάθου, τότε επιλέγεται η χειρουργική εξαγωγή του. Κατά τη χειρουργική επέμβαση απομακρύνονται, με τη βοήθεια νυστεριού, τα ούλα και το περιόστεο, όχι μόνο στην περιοχή που αντιστοιχεί στον φρονιμίτη, αλλά σε πιο εκτεταμένη περιοχή εκατέρωθεν. Η αναισθητοποίηση γίνεται με τοπικά ενέσιμο αναισθητικό φάρμακο. Κατόπιν γίνεται διάνοιξη στο κόκαλο της γνάθου, με τη βοήθεια του τροχού, αφαιρείται το δόντι και στη συνέχεια ο χειρουργός ράβει τα ούλα. Όταν υπάρχει κύστη αφαιρείται και αυτή. Τα ράμματα παραμένουν περίπου για μία εβδομάδα και στη συνέχεια κόβονται και αφαιρούνται στο ιατρείο. Για την αποφυγή αφαίρεσης μεγάλου μέρους οστού συχνά επιλέγεται από τον γιατρό η κοπή του δοντιού με τη βοήθεια εγγλυφίδας και τροχού και η αφαίρεσή του σε κομμάτια. Καλό είναι ο ασθενής να συνοδεύεται από κάποιο γνωστό ή συγγενή, στις περιπτώσεις που θα γίνει χειρουργική εξαγωγή ενός φρονιμίτη, κυρίως αν έχει κάνει χρήση ηρεμιστικού φαρμάκου πριν την επίσκεψη στο ιατρείο.

Η πρόγνωση της εξαγωγής ενός έγκλειστου φρονιμίτη είναι καλύτερη για τους έφηβους και τα νεαρά άτομα, αφού οι ρίζες των δοντιών αυτών δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμα πλήρως και το κόκαλο που τις περιβάλλει είναι λιγότερο πυκνό. Αντίθετα, στα ηλικιωμένα άτομα που θα κάνουν χειρουργική εξαγωγή ενός φρονιμίτη ο χρόνος επούλωσης είναι μεγαλύτερος.

Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία εξαγωγής του δοντιού, δίνονται από τον γιατρό οι απαραίτητες οδηγίες. Ο ασθενής θα μασάει την τροφή του από το αντίθετο ημιμόριο των γνάθων, ενώ για ένα εικοσιτετράωρο δεν θα καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά και καυτά φαγητά. Για να μην προκαλέσει πόνο στην περιοχή της εξαγωγής μπορεί να καταναλώσει την πρώτη ημέρα μαλακή τροφή. Το βούρτσισμα θα πρέπει να γίνεται με ήπιες κινήσεις και καλό είναι το πρώτο εικοσιτετράωρο να αποφεύγεται το βούρτσισμα στα δόντια που βρίσκονται κοντά στη χειρουργημένη περιοχή. Επιπλέον, θα πρέπει την πρώτη ημέρα να αποφεύγεται η χρήση στοματοπλυμάτων και δεν θα πρέπει να κάνει σκληρές σωματικές ασκήσεις για 3-5 ημέρες. Η πληγή θα κλείσει σε διάστημα 2 περίπου εβδομάδων, ενώ η αναδόμηση του οστού θα ολοκληρωθεί μετά από περίπου από 6 μήνες.

Μετά την εξαγωγή ενός έγκλειστου σωφρονιστήρα υπάρχει πιθανότητα να εμφανιστούν επιπλοκές στον ασθενή. Η πιο συνηθισμένη είναι η εμφάνιση αιμορραγίας, ακόμα και μετά από αρκετές ώρες από την εξαγωγή. Επιρρεπείς στην εμφάνιση αιμορραγίας είναι οι ασθενείς που παίρνουν καθημερινά ασπιρίνη ή γενικά λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή. Όταν διαπιστωθεί αιμορραγία ο ασθενής θα πρέπει να τοποθετήσει τοπικά ένα κομμάτι καθαρού βαμβακιού ή αποστειρωμένη γάζα και να πιέσει την πληγή, είτε με καθαρά χέρια είτε δαγκώνοντας το βαμβάκι ή τη γάζα, τουλάχιστον για δέκα λεπτά. Αν η αιμορραγία συνεχίζεται θα πρέπει να ενημερωθεί ο θεράποντας γιατρός ή να απευθυνθεί ο ασθενής σε κάποιο νοσοκομείο. Το πρώτο εικοσιτετράωρο μετά την εξαγωγή του δοντιού πρέπει να αποφεύγονται τα ζεστά ροφήματα ή οι ζεστές σούπες καθώς και οι κινήσεις ρουφήγματος, όπως γίνεται κατά το κάπνισμα. Με το μέτρο αυτό μειώνεται ο κίνδυνος καταστροφής του θρόμβου. Ο θρόμβος του αίματος που δημιουργείται τοπικά μετά την εξαγωγή του δοντιού παίζει σημαντικό ρόλο, διότι συμβάλει στην επούλωση της πληγής. Μπορεί να τοποθετηθεί ψυχρό επίθεμα (π.χ. πάγος σε θήκη) εξωτερικά στο μάγουλο για να μειωθεί η διόγκωση της περιοχής. Αν ο ασθενής νιώθει εντονότατο πόνο μετά τη δράση του αναισθητικού της ένεσης, μπορεί να πάρει παυσίπονα φάρμακα, τα οποία θα υποδείξει ο θεράπων ιατρός.

Στις σοβαρότερες επιπλοκές ανήκει η εμφάνιση ξηρού φατνίου, το οποίο παρουσιάζεται όταν δεν μπορεί να δημιουργηθεί επαρκής θρόμβος ή όταν ο θρόμβος που θα δημιουργηθεί καταστρέφεται και απομακρύνεται από την περιοχή του φατνίου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη επούλωση της πληγής. Οι ασθενείς στους οποίους θα δημιουργηθεί ξηρό φατνίο μετά την εξαγωγή του φρονιμίτη νιώθουν πόνο στην περιοχή της εξαγωγής για διάστημα τριών ή και περισσοτέρων ημερών και αισθάνονται μια δυσοσμία. Η απουσία θρόμβου αφήνει εκτεθειμένο το κόκαλο στα μικρόβια και το καθιστά ευαίσθητο σε ψυχρά ή θερμά ερεθίσματα, γεγονός που οδηγεί στον πόνο. Ο πόνος αυτός πολλές φορές αντανακλάται στο αυτί του ημιμορίου του προσώπου και μπορεί να είναι ανυπόφορος, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν ιδιαίτερη ανακούφιση τα απλά παυσίπονα. Πιο επιρρεπείς στην δημιουργία ξηρού φατνίου είναι οι καπνιστές και οι γυναίκες. Στις περιπτώσεις αυτές ο οδοντίατρος τοποθετεί μέσα στο φατνίο απορροφητικό σπόγγο ή κομμάτι αποστειρωμένης γάζας, την οποία έχει εμποτίσει με αναλγητική ουσία (συνήθως ευγενόλη). Θα πρέπει να αλλάζεται συχνά, περίπου κάθε 24 ώρες, μέχρι να υποχωρήσει ο πόνος. Η επιπλοκή αυτή εμφανίζεται αρκετά σπάνια, με συχνότητα 0,2%, δηλαδή 2 περιστατικά σε χίλιες εξαγωγές δοντιών της άνω γνάθου, ενώ για την κάτω γνάθο η συχνότητα είναι μεγαλύτερη και φτάνει περίπου τα 1-10 περιστατικά σε χίλιες εξαγωγές δοντιών (δηλαδή η συχνότητα εμφάνισης είναι 1%).

Μια άλλη σοβαρή επιπλοκή που μπορεί να εμφανιστεί είναι η παραισθησία, η οποία προκαλείται από βλάβη των νεύρων, τα οποία βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από τις ρίζες των έγκλειστων δοντιών. Ο ασθενής στις περιπτώσεις αυτές νιώθει μούδιασμα στο χείλος ή στη γλώσσα ή στην περιοχή του πώγωνα, σαν να έχει γίνει έγχυση αναισθητικού φαρμάκου. Η παραισθησία αυτή συνήθως είναι προσωρινή και διαρκεί μερικές ημέρες ή εβδομάδες, ενώ σε περιπτώσεις που θα προκληθεί βλάβη στο νεύρο, μπορεί να είναι μόνιμη. Περισσότερο επιρρεπείς στην εμφάνιση παραισθησίας είναι οι ασθενείς μεγάλης ηλικίας, ενώ σπανιότερα εμφανίζεται σε έφηβους. Επίσης, σπανίως μπορεί να δημιουργηθεί κάταγμα της γωνίας της κάτω γνάθου κατά την εξαγωγή του αντίστοιχου φρονιμίτη.

Νικολέτα Θάνου, Οδοντίατρος Υγιεινολόγος με ειδίκευση στην Κοινωνική Προληπτική Οδοντιατρική, Πηγή: Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία

Διαβάστε επίσης:

Έγκλειστος φρονιμίτης: Πώς γίνεται η εξαγωγή (βίντεο)

Εξαγωγή φρονιμίτη: Πότε πρέπει να γίνεται και γιατί

© 2014-2024 Onmed.gr - All rights reserved