Δεν ωφελούν μόνο το έντερο αλλά και την ψυχική υγεία: Ακόμη ένας λόγος για να παίρνετε προβιοτικά
Τα προβιοτικά είναι «καλά» βακτήρια τα οποία λαμβάνουμε από τροφές που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως το κεφίρ, το γιαούρτι και το τουρσί, ή από συμπληρώματα.
Η επίδραση των προβιοτικών όχι μόνο στο έντερο αλλά και στην ψυχική υγεία, έχει προσελκύσει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια.
Ενώ μελέτες σε ζώα έχουν διαπιστώσει θετικές επιδράσεις των προβιοτικών στον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά, οι μελέτες σε ανθρώπους έχουν δώσει αντιφατικά αποτελέσματα.
Οι Katerina Johnson και Laura Steenbergen από το Πανεπιστήμιο του Leiden στην Ολλανδία, υποστηρίζουν ότι η λήψη προβιοτικών μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των αρνητικών συναισθημάτων. Διερεύνησαν επίσης ποιοι άνθρωποι επωφελούνται περισσότερο από αυτά τα «καλά» βακτήρια.
«Η σύνδεση εντέρου-εγκεφάλου παρέχει διάφορες οδούς μέσω των οποίων τα βακτήρια στο έντερο μπορούν να επηρεάσουν το πώς αισθανόμαστε και συμπεριφερόμαστε, μεταξύ άλλων μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου, του ανοσοποιητικού συστήματος και των ορμονών», λέει η Johnson.
Οι Johnson και Steenbergen χρησιμοποίησαν έναν συνδυασμό μεθόδων για να καταγράψουν πώς τα προβιοτικά μπορεί να επηρεάζουν την ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων μας και τη διάθεσή μας.
Αυτές περιλάμβαναν ψυχολογικά ερωτηματολόγια, καθημερινές αναφορές διάθεσης και εργασίες σε υπολογιστή που εξέταζαν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επεξεργάζονται τα συναισθήματα.
Η μελέτη διεξήχθη σε νέους, υγιείς ενήλικες που έπαιρναν καθημερινά ένα προβιοτικό (που περιείχε βακτήρια όπως ο Lactobacillus και το Bifidobacterium) για ένα μήνα.
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που χρησιμοποιεί καθημερινές αναφορές διάθεσης για την αξιολόγηση των επιδράσεων των προβιοτικών. Δείχνει σαφώς ότι τα προβιοτικά μπορούν να μειώσουν τα αρνητικά συναισθήματα σε σύγκριση με ένα εικονικό φάρμακο. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μείωση συναισθημάτων όπως το άγχος, το στρες, η κόπωση ή οι καταθλιπτικές τάσεις.
«Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ρωτώντας απλώς τους συμμετέχοντες πώς αισθάνονταν κάθε μέρα, μπορέσαμε να ανιχνεύσουμε τις ευεργετικές επιδράσεις των προβιοτικών στη διάθεση», λέει η Steenbergen. «Αντίθετα, τα τυπικά ψυχολογικά ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται συνήθως σε αυτόν τον τομέα, δεν ήταν αρκετά ευαίσθητα για να εντοπίσουν αυτές τις αλλαγές».
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι χρειάστηκαν περίπου δύο εβδομάδες για να βελτιώσουν τα προβιοτικά τα αρνητικά συναισθήματα. Χρειάζεται περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα για να δράσουν τα αντικαταθλιπτικά, αλλά ενώ τα αντικαταθλιπτικά τείνουν να μειώνουν τόσο την αρνητική όσο και τη θετική διάθεση, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα προβιοτικά μείωσαν μόνο την αρνητική διάθεση.
Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πιθανό όφελος, αν και οι ερευνητές τονίζουν ότι τα προβιοτικά δεν πρέπει να θεωρούνται υποκατάστατο των αντικαταθλιπτικών.
Ποιος θα μπορούσε να ωφεληθεί περισσότερο από τα προβιοτικά;
«Διαπιστώσαμε ότι διάφορα χαρακτηριστικά, κυρίως η τάση αποφυγής του κινδύνου, σχετίζονταν με μεγαλύτερη επίδραση των προβιοτικών στη διάθεση», λέει η Johnson.
Επιπλέον, οι ερευνητές βρήκαν ενδείξεις ότι τα προβιοτικά μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχοντες επεξεργάζονται τα συναισθηματικά ερεθίσματα.
Οι συμμετέχοντες που έλαβαν προβιοτικά ήταν ελαφρώς πιο ακριβείς στην αναγνώριση εκφράσεων του προσώπου.
Στοχευμένη χρήση των προβιοτικών
Πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα σχετικά με το πώς ακριβώς λειτουργούν τα προβιοτικά και τη μακροπρόθεσμη επίδρασή τους.
«Τα προβιοτικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον με στοχευμένο τρόπο ως πρώιμη παρέμβαση για να μειωθούν οι πιθανότητες να εξελιχθούν τα αρνητικά συναισθήματα σε προβλήματα ψυχικής υγείας όπως η κατάθλιψη, αν και θα χρειαστούν περισσότερες έρευνες για να επιβεβαιωθεί αυτό», λέει η Steenbergen.
Οι Johnson και Steenbergen ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους θα παρακινήσουν και άλλους ερευνητές ψυχικής υγείας να συμπεριλάβουν απλές καθημερινές μετρήσεις της διάθεσης στις μελέτες τους.
«Στην προσπάθειά μας να σκιαγραφήσουμε την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου και των συναισθημάτων, δεν πρέπει να ξεχνάμε να ρωτάμε το αυτονόητο. Μερικές φορές οι πιο απλές ερωτήσεις αποκαλύπτουν τις πιο ουσιαστικές απαντήσεις», υπογραμμίζουν.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό npj Mental Health Research.