ΠΟΥ: Κάθε εβδομάδα, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια πιθανή υγειονομική απειλή
Πόσο έτοιμη είναι η Ευρώπη να αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις;
Το ερώτημα απασχόλησε τη συνάντηση 150 υψηλόβαθμων στελεχών του τομέα Υγείας, την περασμένη εβδομάδα στην Κωνσταντινούπολη.
Οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι κάθε χρόνο το ευρωπαϊκό τμήμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) λαμβάνει 20.000 ειδοποιήσεις για πιθανές υγειονομικές απειλές ή επείγουσες υγειονομικές καταστάσεις. Για 2.000 από αυτές, απαιτείται επίσημη πανευρωπαϊκή εκτίμηση και για τουλάχιστον 50 απαιτείται λήψη μέτρων.
Οι «απειλές» ποικίλουν ανάλογα με το είδος και την επικινδυνότητά τους και δεν αφορούν μόνο το ξέσπασμα επιδημιών αλλά και υγειονομικές κρίσεις όπως αυτή που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη εξαιτίας των προσφυγικών ροών, δηλαδή την υγειονομική κάλυψη προσφύγων και μεταναστών.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, οι χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή υποδοχής προσφύγων, ανάμεσά τους και η Ελλάδα – καλούνται να παρέχουν ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας, γεγονός που μπορεί να απειλήσει την λειτουργία των συστημάτων τους.
Την ίδια ώρα, απειλητικές ασθένειες μπορούν πολύ εύκολα να εξαπλωθούν μέσω των ταξιδιωτών που μετακινούνται από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, ο ιός Έμπολα – που έχει προκαλέσει μεγάλη επιδημία στο Κονγκό - μπορεί ανά πάσα στιγμή να περάσει τα ευρωπαϊκά σύνορα.
Ήδη η επιδημία ιλαράς και ιού του Δυτικού Νείλου έχουν στοιχίσει χιλιάδες ζωές σε όλη την Ευρώπη, ενώ η μικροβιακή αντοχή, οι φυσικές καταστροφές και οι τρομοκρατικές επιθέσεις μπορούν επίσης να απειλήσουν τα συστήματα Υγείας.
Η συνάντηση της Κωνσταντινούπολης είχε στόχο την αναζήτηση μέτρων που θα αυξήσουν το επίπεδο ετοιμότητας της Ευρώπης απέναντι σε οποιαδήποτε υγειονομική απειλή.
Οι αρμόδιοι συμφώνησαν πως απαιτείται συνεχής παρακολούθηση, επενδύσεις και διακρατική συνεργασία.
Ο ΠΟΥ υπολογίζει ότι κάθε δολάριο που επενδύεται στην προετοιμασία εξοικονομεί πάνω από 8 δολάρια (από κεφαλαία που απαιτούνται για την εκ των υστέρων αντιμετώπιση της κρίσης).
Ένα 5ετες σχέδιο ετοιμότητας εκτιμάται ότι μπορεί να σώσει 1,5 εκατομμύρια ζωές και να εξοικονομήσει 240 εκατομμύρια δολάρια.