Αντίθετη η ΕΝΕ με το σχέδιο εξομοίωσης των βοηθών νοσηλευτών
Την αντίθεσή της με το προβαλλόμενο σχέδιο εξομοίωσης των Βοηθών Νοσηλευτών με τους Νοσηλευτές, εκφράζει η ΕΝΕ, ενώ εφιστά την προσοχή παντός ενδιαφερομένου, ιδίως εν σχέσει με τις πιθανότητες ευόδωσης του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Ταυτόχρονα, τάσσεται υπέρ της ποιοτικής αναβάθμισης οιωνδήποτε εργαζομένων.
Όπως αναφέρει η Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος, παρατηρούμε προσφάτως την ανάληψη πρωτοβουλίας (είτε αυτόβουλη, είτε κατά παρότρυνση τρίτων) εκ μέρους συλλογικών οργάνων των υπαλλήλων του κλάδου ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτών, προκειμένου να υπάρξει μια αναβάθμισή τους και μια εν τοις πράγμασι εξομοίωσή τους, εξ απόψεως μισθολογικής μεταχείρισης και επαγγελματικών δικαιωμάτων, με τους Νοσηλευτές των κατηγοριών ΠΕ και ΤΕ, που φέρουν αμφότεροι τον ίδιο επαγγελματικό τίτλο του νοσηλευτή. Στις σχετικές δε, ανακοινώσεις των οικείων συλλόγων γίνεται μνεία κάποιων κοινοτικών οδηγιών και αναφορές σε συγκεκριμένα δικηγορικά γραφεία, που προθυμοποιούνται να συνδράμουν και να διεκπεραιώσουν το όλο εγχείρημα. Ενόψει τούτων η Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδος (ΕΝΕ-ΝΠΔΔ) έχει να παρατηρήσει τα ακόλουθα.
1. Ευθύς εξαρχής θα πρέπει να επισημανθεί, ότι στην χώρα μας ο επαγγελματικός τίτλος του νοσηλευτή και τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα απονέμονται εδώ και δεκαετίες σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως αυτά προσδιορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 5 του Νόμου 1579/1985. Υπογραμμίζεται, ότι μεταξύ των προσώπων αυτών δεν συγκαταλέγονται απόφοιτοι σχολών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πρόκειται περί μιας πάγιας τακτικής, που ερείδεται επί των προαναφερθεισών διαχρονικώς ισχυουσών νομοθετικών διατάξεων, οι οποίες, σημειωτέον, τυγχάνουν του απολύτου σεβασμού και εφαρμογής ακόμη και από τη νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το συγκεκριμένο Δικαστήριο, σε κάθε αφορμή, κάνει ρητή μνεία και επίκληση των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να αποτρέψει την αναγόρευση σε νοσηλευτές όσων δεν διαθέτουν τα ανάλογα ελάχιστα απαιτούμενα τυπικά προσόντα.
2. Πέραν τούτων θα πρέπει να υπενθυμιστεί, ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας στηρίζεται διαχρονικώς σε μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ των διαφόρων επιπέδων εκπαίδευσης, στην κορυφή των οποίων ανευρίσκεται προφανώς η ανώτατη εκπαίδευση με τους δύο παράλληλους τομείς, ήτοι τον πανεπιστημιακό και τον τεχνολογικό τομέα. Την παραπάνω διάκριση ακολουθούν και τα απονεμόμενα επαγγελματικά δικαιώματα, τα οποία αδυνατούν να ταυτίζονται μεταξύ αποφοίτων διαφορετικών επιπέδων εκπαίδευσης. Άπαντα, δε, τα ανωτέρω χαίρουν συνταγματικής κατοχύρωσης και πλήρους νομολογιακής αναγνώρισης.
3. Επιπλέον είναι ανάγκη να τονιστεί, ότι η επικαλούμενη 2005/36 ΕΚ Οδηγία, που έχει ενσωματωθεί στην εθνική μας έννομη τάξη δυνάμει των διατάξεων του ΠΔ 38/2010, ομολογουμένως δεν αντιλαμβανόμεθα πώς μπορεί να οδηγήσει στην επιδιωκόμενη αναβάθμιση των ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτών, ιδίως κατά το μέρος που το συγκεκριμένο κοινοτικό νομοθέτημα αφενός ρυθμίζει το ζήτημα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της καθιέρωσης του θεσμού της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, αφετέρου αφορά τους λεγόμενους «νοσοκόμους γενικής περίθαλψης», μεταξύ των οποίων ουδόλως συγκαταλέγονται οι βοηθοί νοσηλευτών της κατηγορίας ΔΕ.
4. Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί, ότι η εξομοίωση υπαλλήλων διαφορετικών κατηγοριών, διαφορετικών τυπικών προσόντων, διαφορετικών επαγγελματικών δικαιωμάτων και διαφορετικού επαγγελματικού τίτλου προσκρούει βάναυσα στη συνταγματική αρχή της ισότητας, η οποία διαφυλάσσεται και προστατεύεται διαχρονικώς από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων.
Η πρόταση, δε, περί της αναβάθμισης των ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτών φαίνεται να ξεπερνάει δίχως την παραμικρή αναφορά το συγκεκριμένο μείζον ζήτημα, στοιχείο που αποδεικνύει, κατά την δική μας αντίληψη, και την προχειρότητά της.
5. Βέβαια, το σύνολο της αναληφθείσας πρωτοβουλίας στηρίζεται στην εντελώς ανακριβή ή άλλως ψευδή παραδοχή, ότι τόσο οι Νοσηλευτές, όσο και οι Βοηθοί αυτών εκτελούν τις ίδιες ακριβώς εργασίες και τα ίδια υπηρεσιακά καθήκοντα εις όλους τους φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας. Με άλλα λόγια, εμμέσως πλην σαφώς διατυπώνεται η άποψη – παραδοχή, ότι άπαντες οι Βοηθοί των Νοσηλευτών αντιποιούνται του νοσηλευτικού επαγγέλματος, αφού το ασκούν χωρίς να διαθέτουν την απαιτούμενη προς τούτο επαγγελματική άδεια και χωρίς να έχουν εγγραφεί στον οικείο επαγγελματικό σύλλογο, ήτοι στην ΕΝΕ.
Όπως προαναφέρθηκε, η συγκεκριμένη παραδοχή, στην γενικευμένη διάσταση που της δίδεται, είναι παντελώς αναληθής και παραπλανητική, ενώ δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις.
Η ΕΝΕ ανέκαθεν αναγνώριζε και εξακολουθεί να αναγνωρίζει την πολύτιμη συνεισφορά των Βοηθών Νοσηλευτών στην εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομειακών δομών, ωστόσο δεν μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη, ότι οι Βοηθοί των Νοσηλευτών φτάνουν μέχρι του σημείου να υποκαθιστούν τους Νοσηλευτές στο έργο τους.
Προφανώς υφέρπει εν προκειμένω μια ευθεία παρανόηση ή άλλως μια σκόπιμη παρερμήνευση των διατάξεων του ΠΔ 210/2001, σύμφωνα με τις οποίες ο Βοηθός Νοσηλευτών δύναται να εκτελεί πράξεις που του αναθέτει ο Νοσηλευτής – απόφοιτος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, παραβλέπεται το γεγονός, ότι η συγκεκριμένη ανάθεση λαμβάνει χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι την αποκλειστική ευθύνη φέρει ο Νοσηλευτής, ο οποίος και κρίνει αν ένας Βοηθός δύναται στην συγκεκριμένη περίπτωση να εκτελέσει, με ασφάλεια για την υγεία του αρρώστου, την εν λόγω εργασία.
Κατά συνέπεια, ακόμη και στην περίπτωση που ένας Βοηθός εκτελεί ένα νοσηλευτικό καθήκον, η εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος δεν γίνεται αυτοβούλως, αλλά μόνον κατόπιν ανάθεσης από τον Νοσηλευτή, ο οποίος φέρει και ακέραια την ευθύνη για την ορθή και ασφαλή εκτέλεση.
Η παράβλεψη του παραπάνω ιδιαιτέρως κρίσιμου στοιχείου διευκολύνει, βέβαια, την εξαγωγή του αβασάνιστου και αυθαίρετου συμπεράσματος, ότι τόσο οι Νοσηλευτές, όσο και οι Βοηθοί τους επιτελούν το ίδιο ακριβώς έργο.
6. Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων καταδεικνύεται με απλό και απόλυτα πειστικό τρόπο, ότι η διαδικασία της αναβάθμισης των ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτών, υπό την μορφή που κάποιοι επιχειρούν να της προσδώσουν, είναι μάλλον ανέφικτη και ουτοπική. Το πλέον ανησυχητικό είναι η καλλιέργεια μιας ισχυρής ελπίδας για έναν ολόκληρο κλάδο εργαζομένων, μέσω μιας νομικής μεθόδευσης που βρίθει ερμηνευτικών αλμάτων και νοηματικών κενών, ενώ εκλαμβάνει ως δεδομένα μη ισχύοντα ή ανακριβή πραγματικά περιστατικά.
Σε κάθε περίπτωση η ΕΝΕ τάσσεται υπέρ της ποιοτικής αναβάθμισης οιωνδήποτε εργαζομένων, οι οποίοι, όμως, με βάση την ισχύουσα εκπαιδευτική νομοθεσία, εφοδιάζονται προσηκόντως με τα αντίστοιχα τυπικά προσόντα του κλάδου της ανώτερης κατηγορίας, όπου επιθυμούν να ενταχθούν. Το δικαίωμα, άλλωστε, αυτό, που αποτελεί και μια μορφή επιβράβευσης του φιλομαθούς υπαλλήλου, αναγνωρίζεται διαχρονικά από τις οικείες διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, που καθιερώνουν την δυνατότητα μετάταξης σε θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας.
Οποιαδήποτε άλλη παρεκκλίνουσα πρακτική, πέραν των νομικών προβληματισμών που εγείρει, θέτει για την ΕΝΕ και τα μέλη της ένα ανυπέρβλητο ζήτημα ηθικής και επαγγελματικής τάξης.