Γιατί έχει σταματήσει να αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής
Το προσδόκιμο ζωής είναι μια εκτίμηση του μέσου όρου των ετών που μπορεί να ζήσει ένα μωρό που γεννιέται σε ένα δεδομένο έτος, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι τα ποσοστά θανάτου εκείνη τη στιγμή παραμένουν σταθερά.
Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέτρα υγείας παγκοσμίως, αλλά δεν είναι τέλειο. Είναι μια εκτίμηση της τρέχουσας κατάστασης που δεν μπορεί να λάβει υπόψη της θανατηφόρες πανδημίες, νέες θεραπείες ή άλλες απρόβλεπτες εξελίξεις που θα μπορούσαν να σκοτώσουν ή να σώσουν εκατομμύρια ανθρώπους.
Νέα μελέτη που ανέλυσε πέντε ευρωπαϊκές χώρες καθώς και την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ και τις ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι η δραματική αύξηση του προσδόκιμου ζωής που παρατηρήθηκε τους τελευταίους δύο αιώνες επιβραδύνεται.
Οι πρόοδοι στην ιατρική τεχνολογία και τη γενετική έρευνα, καθώς και ο μεγαλύτερος πλέον αριθμός ανθρώπων που φτάνουν στην ηλικία των 100 ετών, δεν μεταφράζονται σε σημαντικά άλματα στη διάρκεια ζωής συνολικά, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι οποίοι διαπίστωσαν συρρικνωμένες αυξήσεις της μακροζωίας στις χώρες με τους μακροβιότερους πληθυσμούς.
«Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ένα όριο» και ίσως να επανεξετάσουμε τις υποθέσεις σχετικά με το πότε οι άνθρωποι θα πρέπει να συνταξιοδοτηθούν και πόσα χρήματα θα χρειαστούν για να ζήσουν τη ζωή τους, δήλωσε ο Σ. Τζέι Ολσχάνσκι, ερευνητής του Πανεπιστημίου του Ιλινόι στο Σικάγο, ο οποίος ήταν ο κύριος συγγραφέας της μελέτης.
Στη νέα έρευνα, ο Ολσχάνσκι και οι συνεργάτες του παρακολούθησαν τις εκτιμήσεις για το προσδόκιμο ζωής για τα έτη 1990 έως 2019, οι οποίες αντλήθηκαν από μια βάση δεδομένων που διαχειρίζεται το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών Max Planck στη Γερμανία.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε οκτώ χώρες όπου οι άνθρωποι ζουν περισσότερο - Αυστραλία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Ισπανία, Σουηδία και Ελβετία - καθώς και στο Χονγκ Κονγκ και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες δεν κατατάσσονται καν στις 40 πρώτες.
Οι γυναίκες συνεχίζουν να ζουν περισσότερο από τους άνδρες και εξακολουθούν να καταγράφονται βελτιώσεις στο προσδόκιμο ζωής αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό, διαπίστωσαν οι ερευνητές. Το 1990, ο μέσος όρος βελτίωσης ήταν περίπου 2,5 έτη ανά δεκαετία, αλλά αυτό έπεσε στο 1,5 έτος στη δεκαετία του 2010.
Οι ερευνητές υπολόγισαν τι θα συνέβαινε σε αυτές τις χώρες αν εξαλείφονταν όλοι οι θάνατοι πριν από την ηλικία των 50 ετών.
Η αύξηση στην καλύτερη περίπτωση εξακολουθούσε να είναι μόνο 1,5 έτος, δήλωσε ο Ολσχάνσκι.
Η μελέτη υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα όριο στο πόσο θα ζήσουν οι περισσότεροι άνθρωποι, και το έχουμε σχεδόν φτάσει, δήλωσε ο Ολσχάνσκι.
«Εξαντλούμε όλο και λιγότερη ζωή από αυτές τις τεχνολογίες που παρατείνουν τη ζωή. Και ο λόγος είναι ότι μπαίνει στη μέση η γήρανση», είπε.
Το 2019, λίγο πάνω από το 2% των Αμερικανών έφτασε τα 100 χρόνια, σε σύγκριση με περίπου 5% στην Ιαπωνία και 9% στο Χονγκ Κονγκ, δήλωσε ο Ολσχάνσκι.
Είναι πιθανό οι τάξεις των εκατοντάχρονων να αυξηθούν τις επόμενες δεκαετίες, λένε οι ειδικοί, αλλά αυτό οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού.
Το ποσοστό των ανθρώπων που θα φτάσουν τα 100 χρόνια θα παραμείνει περιορισμένο, πιθανότατα με λιγότερο από το 15% των γυναικών και το 5% των ανδρών να φτάνουν τόσο μακριά στις περισσότερες χώρες, δήλωσε ο Ολσχάνσκι.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό Nature Aging.