Covid-19: Νέο ρινικό εμβόλιο θα προστατεύει από τη μόλυνση και τη μετάδοση
Ερευνητές από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια αναπτύσσουν ένα πειραματικό σύστημα για την ανάπτυξη ενός ενδορρινικού εμβολίου κατά του κορονοϊού (SARS-CoV-2).
Το σύστημα, το οποίο ονομάζεται SpyCage, βασίζεται σε ένα ικρίωμα πρωτεΐνης που μοιάζει με μια μικροσκοπική μπάλα ποδοσφαίρου με συρμάτινο πλαίσιο, περίπου στο μέγεθος και το σχήμα ενός ιού. Όταν η επιφάνεια του ικριώματος είναι επικαλυμμένη με ένα τμήμα της πρωτεΐνης ακίδας του ιού SARS-CoV-2 -την ίδια πρωτεΐνη που χρησιμοποιείται στα υπάρχοντα εμβόλια COVID-19- και χορηγείται μέσω της μύτης, προκαλεί μια ανοσολογική απόκριση σε μοντέλο τρωκτικών.
Η μελέτη καταδεικνύει την απόδειξη της αρχής για το ικρίωμα, που θεωρείται ένα πιθανό νέο σύστημα χορήγησης ρινικών εμβολίων.
Ενώ απαιτείται περαιτέρω μελέτη για τη βελτιστοποίηση του συστήματος, το SpyCage θα μπορούσε εύκολα να προσαρμοστεί για χρήση ενάντια σε διάφορους ιούς του αναπνευστικού συστήματος, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα.
«Ο εμβολιασμός είναι μια ασφαλής και αποτελεσματική μέθοδος για τη μείωση του αντίκτυπου των επιβλαβών μολυσματικών ασθενειών και ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβράδυνση της πανδημίας COVID-19», δήλωσε ο Σκοτ Λίντνερ, αναπληρωτής καθηγητής βιοχημείας και μοριακής βιολογίας στο Eberly College of Science στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και ένας από τους επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
«Μέχρι σήμερα, ουσιαστικά όλα τα εμβόλια COVID-19 χορηγούνται ενδομυϊκά. Αν και είναι αποτελεσματικά στη μείωση της σοβαρότητας της μόλυνσης και των σχετικών συμπτωμάτων, δεν αποτρέπουν πλήρως τη μόλυνση ή τη μετάδοση του ιού σε άλλους ανθρώπους» εξήγησε ο ερευνητής.
Αν και τα ενδομυϊκά εμβόλια προκαλούν συστηματική ανοσολογική απόκριση στο σώμα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις βλεννώδεις μεμβράνες, όπως αυτές που βρίσκονται στη μύτη και στους αεραγωγούς. Η προστασία των βλεννωδών μεμβρανών του σώματος, όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο κορονοϊός, είναι απαραίτητη για την πρόληψη της μόλυνσης και τον περιορισμό της μετάδοσης των ιών του αναπνευστικού.
«Ένα αποτελεσματικό εμβόλιο που χορηγείται μέσω της μύτης έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει μια ανοσολογική απόκριση του βλεννογόνου καθώς και μια συστημική απόκριση», δήλωσε ο Τρόι Σάτον, επίκουρος καθηγητής κτηνιατρικών και βιοϊατρικών επιστημών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
«Αναπτύσσουμε και δοκιμάζουμε το σύστημα χορήγησης εμβολίου SpyCage για να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε εμβόλια που να κάνουν ακριβώς αυτό. Εάν μπορέσουμε να προκαλέσουμε μια ισχυρή ανοσολογική απόκριση στην αναπνευστική οδό, εμποδίζοντας έτσι τη μόλυνση και τη μετάδοση, μπορεί να είμαστε σε θέση να επιβραδύνουμε την εξάπλωση των αερομεταφερόμενων ιών και δυνητικά να τερματίσουμε, ή ακόμα και να αποτρέψουμε μια πανδημία», σημείωσε ο ερευνητής.
«Το πρωτεϊνικό ικρίωμα SpyCage μοιάζει αρκετά με έναν ιό και μπορεί να ξεγελάσει το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να προκαλέσει μια απόκριση, αλλά δεν προέρχεται στην πραγματικότητα από ιό. Φτιάχνουμε τμήματα της πρωτεΐνης ακίδας του SARS-CoV-2 στο εργαστήριο και τα συνδέουμε μόνιμα στην επιφάνεια του SpyCage. Το αποτέλεσμα είναι ένα νανοσωματίδιο που μοιάζει με τον ιό σε μέγεθος και σχήμα, το οποίο προκάλεσε ανοσοαπόκριση σε προκλινικές δοκιμές σε ζώα», είπε ο Λίντνερ.
Όταν οι ερευνητές χορήγησαν μαζί τα δύο συστατικά –το ικρίωμα SpyCage και τις πρωτεΐνες ακίδας– τα οποία όμως δεν είχαν συνδέσει μεταξύ τους, δεν προκάλεσαν ανοσοαπόκριση. Στη συνέχεια, χορήγησαν το εμβόλιο σε συνδυασμό με ένα ανοσοενισχυτικό –μια ουσία που έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των ρινικών εμβολίων– αλλά επίσης δεν είδαν καμία σημαντική βελτίωση.
Οι ερευνητές σημείωσαν ότι συνεχίζουν να αναπτύσσουν το SpyCage.
«Απαιτούνται περισσότερες δοκιμές για να επιβεβαιωθεί η ασφάλειά του και να βελτιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητά του», είπε ο Σάτον. «Ωστόσο, λόγω του αρθρωτού σχεδιασμού και της συναρμολόγησής του μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί και για εμβόλια που θα στοχεύουν άλλους ιούς» κατέληξε ο ερευνητής.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Microbiology Spectrum.