ΕΙΔΗΣΕΙΣ

The Lancet: Να γίνει ριζική αναθεώρηση του πώς η κοινωνία φροντίζει τους θνήσκοντες ανθρώπους

Τα συστήματα υγείας σε όλο τον κόσμο αποτυγχάνουν να παράσχουν τη δέουσα συμπονετική φροντίδα στους ανθρώπους που πεθαίνουν και στις οικογένειες τους, καθώς δίνουν υπερβολική έμφαση στις επιθετικές θεραπείες που παρατείνουν έστω κι ελάχιστα τη ζωή, επιβαρύνοντας παράλληλα με τεράστιο οικονομικό κόστος τους θνήσκοντες και τους συγγενείς τους.

Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας διεθνούς επιτροπής ειδικών, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο κορυφαίο ιατρικό περιοδικό «The Lancet» και οι οποίοι καταδικάζουν την ολοένα αυξανόμενη ιατρικοποίηση του θανάτου, η οποία, όπως λένε, έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της πανδημίας Covid-19. Ζητούν, έτσι, να γίνει ριζική αναθεώρηση του τρόπου που οι σύγχρονες κοινωνίες φροντίζουν για τους θνήσκοντες ανθρώπους στο τελικό στάδιο της ζωής τους.

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι στη διάρκεια της πανδημίας πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει σε μονάδες εντατικής θεραπείας με ελάχιστη ή μηδαμινή επικοινωνία με τις οικογένειες τους. Αναφέρουν ότι οι τεχνολογικές και ιατρικές πρόοδοι έχουν ενισχύσει την αντίληψη πως η επιστήμη μπορεί να κατανικήσει τον θάνατο, αυξάνοντας έτσι την υπερ-εξάρτηση από τις ιατρικές παρεμβάσεις, οι οποίες συχνά είναι επιθετικές. Οι κοινωνίες δίνουν προτεραιότητα στην αποφυγή του θανάτου, παρά στη μείωση της περιττής ταλαιπωρίας στο τελικό στάδιο της ζωής, με συνέπεια πάρα πολλοί άνθρωποι να πεθαίνουν σε όλο τον κόσμο με άσχημο τρόπο.

Η Επιτροπή - που περιλαμβάνει γιατρούς, κοινωνικούς και πολιτικούς επιστήμονες, οικονομολόγους, φιλόσοφους, θεολόγους, επικοινωνιολόγους και ακτιβιστές υπέρ των δικαιωμάτων των ασθενών - προτείνει ένα νέο όραμα για τον τρόπο θανάτου, με μεγαλύτερη εμπλοκή της οικογένειας και της κοινότητας, παράλληλα με τα συστήματα υγείας, περισσότερη υποστήριξη στους πενθούντες, εκπαίδευση των ανθρώπων περί του θανάτου και αντιμετώπιση των ανισοτήτων που συνοδεύουν όχι μόνο τη ζωή αλλά και τον θάνατο.

«Ο τρόπος που οι άνθρωποι πεθαίνουν έχει αλλάξει δραματικά κατά τα τελευταία 60 χρόνια, από ένα οικογενειακό συμβάν σε ένα ιατρικό γεγονός με περιορισμένη οικογενειακή υποστήριξη. Χρειάζεται μια θεμελιώδης αναθεώρηση του πώς φροντίζουμε τους θνήσκοντες, των προσδοκιών μας σχετικά με τον θάνατο και των αναγκαίων αλλαγών, προκειμένου ως κοινωνίες να βρούμε μια νέα ισορροπία στη σχέση μας με τον θάνατο», δήλωσε η συμπρόεδρος της Επιτροπής δρ Λίμπι Σάλνοου, ειδική στην παρηγορητική ιατρική στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου (UCL).

Η Επιτροπή εστιάζει κυρίως στη χρονική περίοδο αφότου ένας άνθρωπος διαγνωστεί με κάποια ασθένεια ή τραύμα που περιορίζει σημαντικά το προσδόκιμο ζωής του και έως τον θάνατό του. Δεν καλύπτει τις περιπτώσεις αιφνίδιων ή βίαιων θανάτων ή των θανάτων παιδιών.

Το μέσο παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί σταθερά από τα 66,8 έτη το 2000 στα 73,4 έτη το 2019. Όμως καθώς οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, ζουν επίσης περισσότερα χρόνια με κακή υγεία: από 8,6 χρόνια κατά μέσο όρο το 2000 σε 10 χρόνια το 2019. Κι ενώ πριν τη δεκαετία του 1950 οι θάνατοι ήταν κυρίως αποτέλεσμα κάποιας οξείας νόσου ή τραυματισμού, με μικρή ανάμιξη των γιατρών ή της ιατρικής τεχνολογίας, σήμερα πια η πλειονότητα των θανάτων αφορά χρόνιες νόσους, με υψηλή εμπλοκή των γιατρών και της τεχνολογίας, με αποτέλεσμα οι οικογένειες και οι κοινότητες να αποξενώνονται ολοένα περισσότερο από τη διαδικασία του θανάτου. Πολύ συχνά οι ούτως ή άλλως άβολες συζητήσεις για τον θάνατο δεν συμβαίνουν καθόλου.

Παρόλο που η παρηγορητική φροντίδα κερδίζει έδαφος σταδιακά ως ειδικότητα (σιγά-σιγά και στην Ελλάδα), πάνω από τους μισούς θανάτους διεθνώς συμβαίνουν χωρίς καμία τέτοια υποστήριξη ή ανακούφιση του πόνου και της ταλαιπωρίας. Οι ιατρικές παρεμβάσεις συχνά συνεχίζονται μέχρι την ύστατη ώρα, με ελάχιστη προσοχή στο πόσο υποφέρει ο θνήσκων ασθενής. Η γενικότερη ιατρική κουλτούρα, τα οικονομικά κίνητρα γιατρών και νοσοκομείων από τη συνέχιση της θεραπείας και ο φόβος των γιατρών ότι θα κατηγορηθούν από τους συγγενείς πώς δεν έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν τον θάνατο, συμβάλλουν ώστε να υπάρχει ιατρικοποίηση και υπερβολική θεραπεία στο τέλος της ζωής, αντί για μια πιο ανθρώπινη, συμπονετική ή και πνευματική προσέγγιση.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι στις ανεπτυγμένες χώρες το 8% έως 11,2% των ετήσιων δαπανών υγείας για το σύνολο του πληθυσμού αφορά το λιγότερο από 1% που πεθαίνουν κάθε χρόνο. Οι ιατρικές δαπάνες κατά τον τελευταίο μήνα της ζωής είναι υψηλές και συχνά επιβαρύνουν υπέρμετρα πολλές οικογένειες.

«Ο θάνατος είναι μέρος της ζωής αλλά έχει γίνει αόρατος και το άγχος για τον θάνατο φαίνεται να έχει αυξηθεί...Οι ιατρονοσοκομειακές υπηρεσίες έχουν γίνει "θεματοφύλακες" του θανάτου, αλλά χρειάζεται μια ουσιαστική αναπροσαρμογή στην κοινωνία, η οποία πρέπει να φανταστεί ξανά τη σχέση μας με τον θάνατο», δήλωσε ο συμπρόεδρος της Επιτροπής δρ Ρίτσαρντ Σμιθ.

Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την Επιτροπή, «η διαδικασία του θανάτου πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια σχεσιακή και πνευματική διαδικασία μάλλον παρά ως απλώς ένα φυσιολογικό συμβάν. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις σχέσεις που βασίζονται στη σύνδεση και στη συμπόνια και αυτές να γίνουν κεντρικές στην φροντίδα και στην υποστήριξη των θνησκόντων ή όσων πενθούν».

Ακόμη, τονίζεται ότι «ο θάνατος πρέπει να αναγνωριστεί πως έχει αξία». Είναι χαρακτηριστικός εν προκειμένω ο ίδιος ο τίτλος της δημοσίευσης: «Έκθεση της Επιτροπής του Lancet για την Αξία του Θανάτου: Φέρνοντας τον θάνατο πίσω στη ζωή».

(ΑΠΕ-ΜΠΕ)

© 2014-2024 Onmed.gr - All rights reserved