Δημιούργησαν τμήματα ανθρώπινου εντέρου σε ποντίκια
Ερευνητές στις ΗΠΑ κατάφεραν για πρώτη φορά να αναπτύξουν στον οργανισμό ενός ποντικιού τμήματα ενός ανθρώπινου εντέρου, τα οποία είχαν αρχικά δημιουργηθεί στο εργαστήριο από βλαστοκύτταρα.
Πρόκειται για ένα ακόμη βήμα στην προσπάθεια των επιστημόνων να δημιουργήσουν εκ του μηδενός μέσα στο ίδιο το σώμα του ασθενούς όργανα αποτελούμενα από πολύπλοκους ιστούς.
Τελικός στόχος της αναγεννητικής ιατρικής είναι να καταστεί περιττή στο μέλλον η μεταμόσχευση ενός οργάνου από άλλον άνθρωπο ή ζώο, κάτι που απαιτεί πολυετή και δυνητικά επικίνδυνη φαρμακευτική αγωγή για την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς, προκειμένου ο οργανισμός του να μην απορρίψει το ξένο μόσχευμα.
Η χρησιμότητα τέτοιων επιτευγμάτων έγκειται στο ότι θα επιτρέψουν στους επιστήμονες να μελετούν καλύτερα σε πειραματόζωα διάφορες ανθρώπινες ασθένειες και να πειραματίζονται με νέα φάρμακα.
Στην περίπτωση του εντέρου, αυτό αφορά από γενετικές γαστρεντερικές παθήσεις έως τον καρκίνο και τη νόσο του Κρον.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μάικλ Χέλμραθ του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου και του Νοσοκομείου Παίδων του Σινσινάτι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Nature Medicine», σύμφωνα με τη βρετανική Independent, ξεκίνησαν με σωματικά κύτταρα (δέρματος και αίματος), τα οποία -μέσω γενετικού αναπρογραμματισμού- μετέτρεψαν σε πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα.
Στη συνέχεια, με τη βοήθεια ενός χημικού «κοκτέιλ», εξειδίκευσαν αυτά τα βλαστικά κύτταρα στο εργαστήριο, έτσι ώστε να γίνουν κύτταρα εντέρου, τα οποία μετά καλλιέργησαν περαιτέρω, προκειμένου να μεγαλώσουν και να δημιουργήσουν μεγαλύτερα τμήματα του ανθρώπινου εντέρου.
Στο τελικό στάδιο τα μεταμόσχευσαν σε ποντίκια, όπου, μετά από περίπου δύο μήνες, είχαν πλέον ωριμάσει και είχαν αναπτύξει σχεδόν όλους τους βασικούς ιστούς, που περιέχει ένα πλήρως ανεπτυγμένο ανθρώπινο έντερο. Είχε προηγηθεί γενετική τροποποίηση των πειραματόζωων, ώστε το ανοσοποιητικό σύστημά τους να μην απορρίψει το ανθρώπινο μόσχευμα, το οποίο είχε εμφυτευτεί πάνω στα νεφρά των ζώων.
Οι ερευνητές διευκρίνισαν πάντως ότι θα χρειαστούν ακόμη αρκετά χρόνια έρευνας, μέχρι κάτι τέτοιο εφαρμοστεί ευρέως στην κλινική πρακτική.