ΣΦΕΕ: Συνεχίζεται η «πρόχειρη» αντιμετώπιση της δαπάνης για το φάρμακο
Την αντίδρασή του εκφράζει ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) για την «νέα, πρόσθετη υποχρεωτική έκπτωση σε κατηγορίες φαρμάκων που εισάγεται αιφνιδίως και με αναδρομική ισχύ από την αρχή του έτους».
Σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ «με αναδρομική ισχύ από την 1/1/2022, τον Μάιο φέτος έγινε εισαγωγή πρόσθετης υποχρεωτικής έκπτωσης 5% στα μοναδικά φάρμακα και προχθές, την 1η Νοεμβρίου (2 μήνες πριν την ολοκλήρωση του έτους), η κυβέρνηση εισάγει μια ακόμη έκπτωση της τάξης του 3% με την ίδια αναδρομικότητα, στις θεραπευτικές κατηγορίες που διακινούνται κυρίως στα ιδιωτικά φαρμακεία και σημειώνουν υψηλές πωλήσεις σε ετήσια βάση».
«Το αξίωμα ότι εφόσον αυξάνεται η κατανάλωση σε μια θεραπευτική κατηγορία - ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι λόγοι που δημιουργούν αυτή την αύξηση - τότε θα τιμωρηθούν οικονομικά αυτοί που προσφέρουν την θεραπεία, ομολογούμε ότι είναι ιδιαίτερα ευρηματικό, αλλά δεν σχετίζεται με βασικές αρχές πολιτικής υγείας».
Επιπλέον, προσθέτει «η επιβολή αυτών των εκπτώσεων σημαίνει ότι μειώνεται η υπέρβαση(clawback) κατά 5% και 3% αλλά αυξάνονται οι υποχρεωτικές εκπτώσεις(rebates)με τα αντίστοιχα ποσοστά. Δηλαδή "μεταμφιέζεται" το clawback». Ο ΣΦΕΕ θεωρεί ότι «ο υπέρτατος στόχος είναι να μειωθεί το απόλυτο νούμερο του clawback σε σχέση με το επίπεδο του 2020, ώστε να επιτευχθεί ένας σχετικός στόχος του πλάνου ανασυγκρότησης (RRF). Το πως θα γίνει και ποιον αντίκτυπο θα έχει στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων είναι αδιάφορο στην Πολιτεία». Τονίζει ακόμη ότι η αναδρομική ισχύς ξαφνικών μέτρων καταλύουν κάθε έννοια προβλεψιμότητας, τον θεμέλιο λίθο του υγιούς επιχειρείν και επιπλέον προσθέτουν πολυπλοκότητα που οδηγεί στην αδιαφάνεια», σημειώνοντας ότι «στην ουσία πρόκειται για άλλη μια αύξηση στην υπερφορολόγηση των φαρμακευτικών εταιρειών, που ανέρχεται πάνω από το 70% των πωλήσεών τους, που όχι μόνο δεν έχει κανένα οικονομικό όφελος για τον ασθενή, αλλά θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας των εταιρειών, ενώ θέτει σε κίνδυνο την προσβασιμότητα των ασθενών στις θεραπείες που έχουν ανάγκη, παρούσες αλλά κυριότερα μελλοντικές».