Ξανθός: Κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις ελλείψεις φαρμάκων & όχι μόνο απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών
Το ζήτημα της έλλειψης φαρμάκων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με αυστηροποίηση του πλαισίου απαγόρευσης των παράλληλων εξαγωγών αλλά με συνολικό επαναπροσδιορισμό των πολιτικών που οδηγούν σε στρεβλώσεις, αποκλεισμούς και ανισότητες στο πεδίο της διαθεσιμότητας, τιμολόγησης, αποζημίωσης και προμήθειας των αναγκαίων φαρμάκων, τόνισε ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, στη Σύνοδο του Άτυπου Συμβουλίου Υπουργών της 3ης Οκτωβρίου 2016 στη Μπρατισλάβα.
Η διαμόρφωση επομένως ενός κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου στο θέμα των ελλείψεων φαρμάκων και γενικότερα στα κρίσιμα προβλήματα της φαρμακευτικής πολιτικής, συμβάλλει στην οικοδόμηση δίκαιων, βιώσιμων και αποτελεσματικών Δημόσιων Συστημάτων Υγείας, στην υπεράσπιση της κοινωνικής και δημοκρατικής παράδοσης της Ευρώπης αλλά και στην ενίσχυση της πολιτικής συνοχής της ΕΕ, επεσήμανε ο υπουργός.
Αναλυτικά, η εισήγηση του υπουργού Υγείας, έχει ως εξής:
«Θα θέλαμε να συγχαρούμε τη Σλοβακική προεδρία για την πρωτοβουλία της να ανοίξει έναν ευρωπαϊκό διάλογο για το θέμα των ελλείψεων στα φάρμακα, που έρχεται σε συνέχεια της συζήτησης για την πρόσβαση στη φαρμακευτική καινοτομία στη διάρκεια της Ολλανδικής Προεδρίας και των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου της 17ης Ιούνη.
Είναι γνωστό ότι το φαινόμενο αυτό είναι πολυπαραγοντικό και άρα οι πολιτικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του οφείλουν να είναι πολυεπίπεδες. Η βασική στρέβλωση όμως προέρχεται από το γεγονός ότι η η αγορά φαρμάκου αδυνατεί να λειτουργήσει με όρους ευρύτερου κοινωνικού συμφέροντος και ότι η προσέγγιση του φαρμάκου ως εμπορεύματος που διέπεται από τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, δημιουργεί πολλαπλές παρενέργειες και επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία.
Οι ελλείψεις φαρμάκων έχουν 4 κρίσιμες πτυχές:
1. Προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία (κυρίως αφορούν εμβόλια) που απαιτούν κοινή ευρωπαική διαχείριση ανάλογα με τις ανάγκες των χωρών.
2. Προβλήματα επάρκειας εισαγωγών (αφορούν κυρίως παλαιά φάρμακα και φάρμακα περιορισμένης χρήσης που δεν έχουν «εμπορικό ενδιαφέρον», αλλά και «ορφανά» φάρμακα), τα οποία εμφανίζονται σε χώρες που βρίσκονται σε οικονομική κρίση και εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας, έχοντας περιορισμένη αγοραστική δύναμη και αδυναμία μαζικών εισαγωγών. Στην Ελλάδα ο κρατικός φορέας που παρεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το ΙΦΕΤ αλλά λόγω προβλημάτων ρευστότητας δυσκολεύεται στην έγκαιρη, επαρκή και οικονομικά προσιτή προμήθεια των αναγκαίων φαρμάκων από άλλες χώρες. Μια λύση είναι να ενθαρρυνθεί η παραγωγή αυτών των φαρμάκων από την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία και η διασφάλιση βιώσιμων τιμών αποζημίωσης. Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση θα είναι πολύ συμφερότερο από την εισαγωγή τους.
3. Προβλήματα επάρκειας λόγω παράλληλου εμπορίου ή λόγω απόσυρσης προϊόντων εξ’αιτίας εξαιρετικά χαμηλών τιμών. Είναι πανευρωπαϊκό ζήτημα με αιχμή χώρες όπως η Ελλάδα που η τιμολογιακή πολιτική στοχεύει κυρίως σε συνεχείς μειώσεις τιμών φθηνών και αποτελεσματικών φαρμάκων (κυρίως γενοσήμων αλλά και off patend), οδηγώντας είτε σε παράλληλες εξαγωγές είτε σε υποκατάσταση από πολύ ακριβότερα φάρμακα χωρίς τεκμηριωμένη διαφορά στην κλινική αποτελεσματικότητα. Οι λύσεις εδώ πρέπει να αναζητηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων ανάμεσα στα κράτη-μέλη με ευθύνη του ΕΜΑ, κοινός ορισμός των κριτηρίων της «έλλειψης» και των «κρίσιμων-αναντικατάστατων» φαρμάκων), αλλά και σε εθνικό επίπεδο (θέσπιση καταλόγου των «κρίσιμων» φαρμάκων από τις Εθνικές Αρχές κάθε χώρας, σύστημα επιτήρησης και καταγραφής αναγκών, σταθερή συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων, πρόβλεψη αυστηρότερων κυρώσεων σε περιπτώσεις κερδοσκοπικής συμπεριφοράς από παράγοντες της φαρμακευτικής αγοράς, αλλαγή τιμολογιακής πολιτικής).
4. Προβλήματα «τεχνητών ελλείψεων» με ευθύνη φαρμακευτικών εταιρειών προς χώρες με οικονομικά προβλήματα και δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αυτή η πρακτική που θέτει σε κίνδυνο την πρόσβαση των ασθενών σε ζωτικής σημασίας φάρμακα (αντικαρκινικά, αντιρετροϊκά, αντιαιμορροφιλικά, βιολογικοί παράγοντες κλπ) είναι επιστημονικά, ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά απαράδεκτη. Η ΕΕ οφείλει να αναζητήσει τρόπους αποτελεσματικής παρέμβασης σε τέτοιες περιπτώσεις, λειτουργώντας ως «μηχανισμός ύστατης καταφυγής» για την εγγυημένη κάλυψη μειζόνων φαρμακευτικών αναγκών των κρατών-μελών και την προστασία της Υγείας των ευρωπαίων πολιτών. Οι πρωτοβουλίες διακρατικής συνεργασίας και από κοινού διαπραγμάτευσης κοινωνικά αποδεκτών τιμών στα ακριβά και πραγματικά καινοτόμα φάρμακα, μπορούν επίσης να συμβάλλουν θετικά στην αποτροπή ελλείψεων αυτής της φύσης.
Η Ελλάδα έχει νομοθετήσει την τρίμηνη εμπεριστατωμένη προειδοποίηση και την υποχρέωση τρίμηνου stock, προβαίνοντας σε προσωρινή απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών ή σε εισαγωγή μέσω ΙΦΕΤ όποτε κρίνεται απαραίτητο, ωστόσο το πρόβλημα των ελλείψεων παραμένει (υπάρχουν περίπου 70 κωδικοί φαρμάκων που παρουσιάζουν κατά διαστήματα ελλείψεις).
Συμπερασματικά, το ζήτημα της έλλειψης φαρμάκων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με αυστηροποίηση του πλαισίου απαγόρευσης των παράλληλων εξαγωγών αλλά με συνολικό επαναπροσδιορισμό των πολιτικών που οδηγούν σε στρεβλώσεις, αποκλεισμούς και ανισότητες στο πεδίο της διαθεσιμότητας, τιμολόγησης, αποζημίωσης και προμήθειας των αναγκαίων φαρμάκων.
Η διαμόρφωση κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου στο θέμα των ελλείψεων φαρμάκων και γενικότερα στα κρίσιμα προβλήματα της φαρμακευτικής πολιτικής, συμβάλλει στην οικοδόμηση δίκαιων, βιώσιμων και αποτελεσματικών Δημόσιων Συστημάτων Υγείας, στην υπεράσπιση της κοινωνικής και δημοκρατικής παράδοσης της Ευρώπης αλλά και στην ενίσχυση της πολιτικής συνοχής της ΕΕ».
Διαβάστε ακόμη:
Ξανθός προς ΣΦΕΕ και ΠΕΦ: Ανάγκη για ένα νέο σχέδιο πολιτικής φαρμάκου