Δυσανεξία στη γλουτένη: Οι αναθεωρημένες διατροφικές συστάσεις
Οι κλινικές κατευθυντήριες γραμμές που δημοσιεύθηκαν στο τεύχος Ιανουαρίου της Αμερικανικής Επιθεώρησης Γαστρεντερολογίας, περιλαμβάνουν τις ενημερωμένες συστάσεις για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των ασθενών με κοιλιοκάκη (CD), που ορίζεται ως η δυσανεξία στη γλουτένη, την πρωτεΐνη που περιέχεται στο σιτάρι, το κριθάρι και τη σίκαλη.
Ο Alberto Rubio-Tapia, από την κλινική του Κλίβελαντ και οι συνάδελφοί του, ενημέρωσαν τις κατευθυντήριες οδηγίες του Αμερικανικού Κολλεγίου Γαστρεντερολογίας του 2013 για τη διάγνωση και τη διαχείριση των ασθενών με δυσανεξία στη γλουτένη.
Οι συγγραφείς παρουσιάζουν τα βασικά σημεία των συστάσεων:
- Για τη διάγνωση είναι απαραίτητες πολλαπλές βιοψίες του δωδεκαδακτύλου.
- Για τη διαφορική διάγνωση (διαγνωστική διαδικασία μέσω της οποίας αποκλείονται παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα ώστε να καταλήξουμε στην επικρατέστερη διάγνωση) άλλων διαταραχών ή εντεροπαθειών, μπορεί να είναι χρήσιμη η βιοψία του δεωδεκαδακτύλου και η οισοφαγογαστροσκόπηση.
- Για τις περιπτώσεις έλλειψης κλινικής αντίδρασης ή υποτροπής των συμπτωμάτων παρά τη δίαιτα χωρίς γλουτένη, είναι χρήσιμη η ανώτερη ενδοσκόπηση με εντερική βιοψία.
- Για τους ενήλικες χωρίς συμπτώματα μετά από δύο χρόνια δίαιτας χωρίς γλουτένη, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη η βιοψία παρακολούθησης για την αξιολόγηση της θεραπείας του βλεννογόνου.
- Για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διατροφής, είναι απαραίτητη η συζήτηση με ένα διατροφολόγο με εμπειρία στη διατροφή χωρίς γλουτένη.
- Οι τεχνολογίες για την ανίχνευση της γλουτένης στα τρόφιμα μπορεί να μην διαφοροποιούν την κλινικά σημαντική από την ασήμαντη έκθεση στη γλουτένη.
- Για τα περισσότερα άτομα με κοιλιοκάκη, η κατανάλωση βρόμης φαίνεται ασφαλής, αλλά μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα σε κάποιους ασθενείς.
«Στην κλινική πράξη, οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να ενσωματώνουν τις νέες κατευθυντήριες γραμμές παράλληλα με την εκτίμηση των συννοσηροτήτων, της κατάστασης της υγείας των πασχόντων και τις προτιμήσεις τους για να φτάσουν σε μια θεραπευτική προσέγγιση με επίκεντρο τον ασθενή», σημειώνουν οι συγγραφείς.