Ο θανάσιμος κίνδυνος που κρύβει το μάτωμα των ούλων
Δείκτη καρδιαγγειακού κινδύνου φαίνεται πως αποτελούν οι περιοδοντικές παθήσεις και η ουλίτιδα, που οδηγούν σε μάτωμα των ούλων και απώλεια των δοντιών, σύμφωνα με τα ευρήματα μίας μεγάλης διεθνούς επιστημονικής έρευνας, που δημοσιεύτηκε στο ευρωπαϊκό περιοδικό προληπτικής καρδιολογίας «European Journal of Preventive Cardiology».
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Όλα Βέντιν του σουηδικού Πανεπιστημίου της Ουψάλα, μελέτησαν στοιχεία για 15.828 άτομα με καρδιολογικά προβλήματα από 39 χώρες, συσχετίζοντας την υγεία των δοντιών με την κατάσταση της καρδιάς.
Όπως προέκυψε από την ανάλυση, η κακή υγεία των δοντιών είναι συχνότερη στα άτομα με χρόνια καρδιοπάθεια.
Αντιθέτως, η καλύτερη υγεία των δοντιών σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου.
Επίσης, ο διαβήτης και το κάπνισμα εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά μεταξύ όσων έχουν περισσότερα και πιο υγιή δόντια.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά απώλειας δοντιών και ματώματος των ούλων εμφανίζονται στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Συνολικά, με βάση το δείγμα των 15.828 καρδιοπαθών, ένας στους τέσσερις (26%) ματώνει τα δόντια του, όταν τα βουρτσίζει. Το 16% δεν έχουν καθόλου δόντια και το 41% λιγότερα από 15%, συνεπώς πάνω από τους μισούς καρδιοπαθείς έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας στο στόμα τους.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη για την αξιολόγηση της υγείας των δοντιών σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, η οποία δείχνει τη συνύπαρξη κοινών παραγόντων κινδύνου τόσο για τα δόντια, όσο και για την καρδιά. Γι’ αυτό το λόγο, οι ερευνητές τονίζουν ότι η υγεία των δοντιών πρέπει να θεωρείται χρήσιμος δείκτης του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Σύμφωνα με τον Όλα Βέντιν, «αν και η σαφής σχέση ανάμεσα στην υγεία των δοντιών και στον καρδιαγγειακό κίνδυνο δείχνει ότι η περιοδοντίτιδα συνιστά παράγοντα κινδύνου για καρδιακό νόσημα, δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει αιτιακή σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο».
Τέλος, παραμένει ακόμη υπό διερεύνηση κατά πόσο όντως η περιοδοντίτιδα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο, ωστόσο η νέα έρευνα επιβεβαιώνει ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο.